Warning: include(admin/first.php): failed to open stream: No such file or directory in /home/greeklaws/www/www/pubs/content.php on line 1

Warning: include(): Failed opening 'admin/first.php' for inclusion (include_path='.:/usr/local/php56/lib/php') in /home/greeklaws/www/www/pubs/content.php on line 1
Constitution - Εργασίες On Line - Created by greeklaws ΛΙΣΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

1. ΑΠ 36/2003………………………………………………………..σελ.35
2. ΑΠ 78/2003………………………………………………………..σελ.41
3. ΑΠ 13/2003………………………………………………………..σελ.45
4. ΣΤΕ 490/2003……………………………………………………..σελ.48
5. ΣΤΕ 42/2003……………………………………………………..σελ.56
6. ΤριμΕφΘεσ 140/2003……………………………………………σελ.63
7. ΤριμΠλημΤρικ 24/2003…………………………………………σελ.65
8. ΑΠ 9/2002………………………………………………………….σελ.67
9. ΑΠ 2194/2002…………………………………………………….σελ.70
10. ΒουλΣυμβΕφΘες 1785/2002………………………………….σελ.72

VI. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

1. Αριθμός 36/2003
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
_ _ _ _

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές : Μιχαήλ Καρατζά, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αριστείδη Κρομμύδα, Θεόδωρο Μπάκα, Χρήστο Μπαβέα και Δημήτριο Γυφτάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.-

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2002, με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Τσίμα (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Ελένης Σταθούλια, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου:.......... κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, για αναίρεση της 1525/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης.-

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιουλίου 2001 αίτησή του αναιρέσεως, ως και τους από 12 Νοεμβρίου 2002, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1629/2001.-

Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.-

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.- Η κατά το άρθρο 349 παρ. 1 εδ. α` του Κ.Π.Δ δυνητική αναβολή της δίκης ένεκα σημαντικών αιτίων που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο απόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, το οποίο υποχρεώνεται να απαντήσει σε σχετικό αίτημα, που υποβλήθηκε, η σχετική δε κρίση του δικαστηρίου δεν ελέγχεται αναιρετικά. Εάν όμως το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφασή του απορρίψει το σχετικό αίτημα οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 139 εδ. γ` ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 του ν. 2408/1996, να περιλάβει στην απόφασή του αυτή, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί διαφορετικά δημιουργείται ως προς την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση, η οποία θεωρείται σύμφωνα με το άρθρο 504 παρ.4 ΚΠΔ, ως συμπροσβαλλόμενη, λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα. Υπάρχει δε τέτοια αιτιολογία όταν στην απόφαση εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που δικαιολογούν την κρίση του Δικαστηρίου για την μη αναβολή της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με την υπ` αριθμ. 2239/1999 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Εορδαίας σε ποινή φυλακίσεως πέντε ετών και χρηματική ποινή πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών για έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Η έφεσή του κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 1525/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης ως ανυποστήρικτη. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σαυτήν πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε, ο αναιρεσείων εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ενώπιον του ως Εφετείου δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και ζήτησε ν` αναβληθεί η δίκη λόγω κωλύματος του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που παρίστατο ως συνήγορος πολιτικής αγωγής σε άλλη δίκη, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και γιατί επίκειται η κατάθεση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονος, που αφορά την υπεξαίρεση του ποσού του τραπεζικού λογαριασμού του, επί του οποίου ήταν πληρωτέες οι επίδικες επιταγές, προσκόμισε δε προς απόδειξη του κωλύματος του πληρεξουσίου του και την από 25-6-2001 βεβαίωση του τελευταίου. Το δικαστήριο αφού ανέγνωσε την ως άνω βεβαίωση απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης με την εξής αιτιολογία: \\\"Όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, στις 23-1-2001, οπότε είχε εισαχθεί προς εκδίκαση η συγκεκριμένη υπόθεση, εμφανίσθηκε στο δικαστήριο ο εκκαλών-κατηγορούμενος και ζήτησε αναβολή επικαλούμενος κώλυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, όπου δικαζόταν υπόθεση άλλου πελάτου του. Το Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα και ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης για την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποίαν ο εκκαλών όφειλε να παρουσιασθεί χωρίς προηγούμενη κλήτευση. Είναι λοιπόν σαφές ότι τόσον ο εκκαλών όσο και ο πιο πάνω πληρεξούσιος δικηγόρος του γνώριζαν από τις 23-1-2001 ότι η συγκεκριμένη υπόθεση είχε προσδιορισθεί για εκδίκαση στη δικάσιμο της 26ης-6-2001. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη με χρονολογία 25-6-2001 επιστολή του πιο πάνω δικηγόρου, η υπόθεση στην οποία παρίσταται ο τελευταίος εκδικάζεται στο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης για μεγάλο χρονικό διάστημα, η πορεία δε εκδικάσεως της υπόθεσης αυτής είναι φανερό ότι είχε καταστεί γνωστό εδώ και αρκετό καιρό στο δικηγόρο πως θα αδυνατούσε να παρευρεθεί στην προκειμένη δίκη. Ενόψει αυτών ο εκκαλών όφειλε να αναθέσει την συγκεκριμένη υπόθεσή του σε άλλον δικηγόρο, πράγμα που εγκαίρως μπορούσε να είχε πράξει. Αντί γι\\\' αυτό όμως προτίμησε να ζητήσει για δεύτερη φορά αναβολή, επικαλούμενος και πάλι κώλυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του, με προφανή σκοπό να καθυστερήσει η εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία σημειωτέον έχει ως αντικείμενο πράξη έκδοσης επιταγών πολύ μεγάλων ποσών. Μετά απ` όλα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει ν` απορριφθεί το συνιστάμενο στο κώλυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος αίτημα αναβολής, γιατί δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 349 ΚΠΔ. Εξάλλου όσον αφορά το σκέλος του αιτήματος αναβολής, που συνίσταται στο ότι επίκειται η έκδοση πορίσματος από πραγματογνώμονα που ορίσθηκε από την ανακριτή Κοζάνης, στην εκκρεμούσα στην κύρια ανάκριση υπόθεση, η οποία αφορά παράνομη ιδιοποίηση
μεγάλων χρηματικών ποσών του εκκαλούντος από μέρους υπαλλήλων της Τράπεζας Κρήτης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η βασιμότης ή όχι του υποβληθέντος αιτήματος και συνεπώς η αποδοχή ή απόρριψη αυτού συνδέεται με την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και για το λόγο αυτό επιφυλάσσεται να απαντήσει κατά την πορεία εκδικάσεως της υπόθεσης\\\". Μετά την απόρριψη του αιτήματος αυτού από το δικαστήριο, ο κατηγορούμενος εζήτησε να κρατηθεί η υπόθεση για το τέλος της συνεδριάσεως προκειμένου να αναθέσει την υπόθεση σε άλλον δικηγόρο με τον οποίον και θα παρίστατο. Πράγματι το Δικαστήριο , όπως προκύπτει στη συνέχεια των πρακτικών κράτησε την υπόθεση για το τέλος της συνεδριάσεως, οπότε, περί ώραν 14.25` δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο εκ νέου ο αναιρεσείων, αλλά αντί αυτού εμφανίσθηκε η δικηγόρος Θεσσαλονίκης Δέσποινα Κωνσταντινίδη, η οποία ανήγγειλε για λογαριασμό του σ\\\' αυτό ότι λόγω αιφνίδιας ασθένειάς του εισήχθη στο νοσοκομείο και ότι συνεπεία τούτου αδυνατεί να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε λόγω σημαντικών αιτίων την αναβολή της δίκης σε μεταγενέστερη δικάσιμο. Και το αίτημα όμως αυτό της αναβολής, για το οποίο δεν εξετάσθηκαν μάρτυρες ούτε προσκομίστηκαν άλλα αποδεικτικά μέσα, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με την ακόλουθη αιτιολογία: \\\" Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγηθέντα, δηλαδή το υποβληθέν αίτημα αναβολής με επίκληση κωλύματος του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος και το γεγονός ότι ο τελευταίος μετά την απόρριψη του παραπάνω αιτήματός του, ζήτησε να εκδικασθεί η υπόθεσή του στο τέλος της συνεδριάσεως, δεν πείθεται ότι ο εκκαλών ασθένησε αιφνιδίως. Αντίθετα είναι πεισμένο ότι η επίκληση της ασθένειας είναι προσχηματική και αποσκοπεί στην επίτευξη του σκοπού που εξ\\\' υπαρχής επιδίωξε ο εκκαλών, δηλαδή στη μη εκδίκαση της υποθέσεώς του κατά τη σημερινή δικάσιμο. Πρέπει επομένως ν` απορριφθεί και το παραπάνω αίτημα αναβολής\\\". Οι απορριπτικές, των αιτημάτων αναβολής ως άνω παρεμπίπτουσες αποφάσεις περιέχουν επαρκώς την προβλεπόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σαυτές με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την κρίση του Δικαστηρίου για την μη συνδρομή σημαντικών αιτίων, που να δικαιολογούν την αναβολή της δίκης και οι αποδείξεις τις οποίες έλαβε υπόψη του από προγενέστερη συνεδρίασή του, οπότε είχε αναβληθεί και πάλιν η δίκη και από τις οποίες προκύπτει ότι ο αναιρεσείων και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εγνώριζαν ότι η υπόθεση είχε προσδιορισθεί να εκδικασθεί κατά την δικάσιμο της 26-6-2001 και ότι ο τελευταίος δεν θα ηδύνατο να παραστεί κατ` αυτή λόγω της παρουσίας του σε ετέραν δίκη διεξαγομένην ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και ως εκ τούτου ο αναιρεσείων είχε επαρκή χρόνο να αναθέσει την μελέτη της υποθέσεώς του και την υπεράσπισή του σε άλλον δικηγόρον και τέλος ότι η επικαλούμενη ασθένεια του κατηγορουμένου δεν ήταν τέτοιας σοβαρότητας ώστε να καθιστά αδύνατη την εμφάνισή του στη δίκη. Επομένως οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ πρώτος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως και πρώτος του δικογράφου των προσθέτων, λόγος αναιρέσεως, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των απορριπτικών του αιτήματος της αναβολής ως άνω αποφάσεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.-

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 344 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν επιδρά επί της προόδου αυτής, η οποία συνεχίζεται ως εάν ήτο παρών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη. Ως διάρκεια της δίκης, κατά την έννοια της άνω διατάξεως νοείται, όπως συνάγεται και από τα άρθρα 339, 340, 342, 343 και 502 του ΚΠΔ η εξέλιξη της μετά την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεως, που στο Εφετείο λαμβάνει χώραν όταν δίδεται ο λόγος στον Εισαγγελέα να αναπτύξει συνοπτικά την έφεση. Έτσι αν ο εκκαλών κατηγορούμενος εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της κατ` έφεση δίκης αποχώρησε όμως κατά την διάρκειά της λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο δεσμευόμενο από την εμφάνισή του δεν μπορεί, κατά το άρθρο 501 παρ.1 του ΚΠΔ να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να την ερευνήσει κατ` ουσίαν, άλλως η απόφασή του είναι αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ` ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ενώπιον του ως Εφετείου δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης και υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω κωλύματος του πληρεξουσίου του δικηγόρου, μετά δε την απόρριψη αυτού από το δικαστήριο ζήτησε \\\"να κρατηθεί\\\" η υπόθεσή του για το τέλος της συνεδριάσεως προκειμένου να αναθέσει την υπεράσπισή του σε άλλον δικηγόρο, αίτημα που έγινε δεκτό από το δικαστήριο, το οποίο όρισε την εκδίκαση της υποθέσεως γα το τέλος της συνεδριάσεως. Κατ` αυτό όμως δεν εμφανίσθηκε εκ νέου ο αναιρεσείων αλλ` αντί αυτού η ως άνω δικηγόρος που υπέβαλε για λογαριασμό του αίτημα αναβολής της δίκης ένεκα σημαντικών αιτίων συνεπεία αιφνίδιας ασθένειάς του, το αίτημά του όμως αυτό απορρίφθηκε από το δικαστήριο το οποίο στη συνέχεια απέρριψε και την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατ` εφαρμογήν του άρθρου 501 παρ.1 του ΚΠΔ. Με την τελευταία αυτή απόφασή του το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπερέβη την εξουσίαν του, διότι ο εκκαλών δεν απεχώρησε κατά τη διάρκεια της δίκης αλλά προ της ενάρξεως αυτής, δοθέντος ότι μετά την απόρριψη του περί αναβολής της δίκης αρχικού αιτήματός του, ορίσθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για το τέλος της συνεδριάσεως και κατ` αυτό δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων ούτε και ο δικηγόρος του, χάριν του οποίου έγινε η αλλαγή της σειράς εκδικάσεως της υποθέσεως, ενώ απορρίφθηκε και νέο αίτημά του για αναβολή της δίκη λόγω σημαντικών αιτίων. Επομένως και οι δεύτερος του κυρίου δικογράφου και τρίτος του δικογράφου των προσθέτων, λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ` του ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.-

ΙΙΙ.- Με το άρθρο 6 παρ.1 και 3 εδ. β` και γ` της Συμβάσεως της Ρώμης, που έχει κυρωθεί με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει για τη βασιμότητα κάθε ποινικής κατηγορίας εναντίον του και πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα ειδικότερον να διαθέτει τον χρόνον και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του όπως επίσης και το δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του. Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης και την όμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 εδ. δ` του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το νόμο 2462/1997 με την οποίαν ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει της εγγυήσεως να παρίσταται στη δίκη και να υπερασπισθεί τον εαυτό του αυτοπροσώπως ή με τη βοήθεια του συνηγόρου της επιλογής του, δεν δημιουργείται ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως των ποινικών αποφάσεων, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 ΚΠΔ (Ολ. Α.Π. 464/1992). Μπορεί όμως να θεμελιωθεί λόγος αναιρέσεως από την παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης σε συνδυασμό με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους ως άνω λόγους. Εξάλλου απόλυτη ακυρότητα που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ προκαλεί, εκτός των άλλων και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 96 παρ.2 του ΚΠΔ ο διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου γίνεται με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ή με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ.2 εδ. β` παρέχει δε στον συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες από τις πράξεις αυτές. Εκ τούτων προκύπτει ότι εφόσον παρεσχέθη στον κατηγορούμενο από το δικαστήριο η δυνατότητα διορισμού συνηγόρου υπερασπίσεως της επιλογής του και από τον τελευταίο δεν ζητήθηκε η παροχή του αναγκαίου για την προετοιμασία του χρόνου, δεν προκαλείται καμία ακυρότητα, αφού μάλιστα ο κατηγορούμενος δεν στερείται του δικαιώματος εμφάνισης και υπεράσπισης ενώπιον του Δικαστηρίου. Με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων προβάλλεται η αιτίαση ότι συνεπεία της απορρίψεως του αιτήματος του αναιρεσείοντος για αναβολή της δίκης λόγω κωλύματος του πληρεξουσίου του δικηγόρου η δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξελίχθηκε κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ.1 και 3 εδ. β` και γ` της Συμβάσεως της Ρώμης (Ν.Δ. 53/1974) και του άρθρου 14 παρ.3 εδ. β` του Διεθνούς Συμφώνου για ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν. 2466/1997) σε μη δίκαιη δίκη διότι στερήθηκε του δικαιώματος να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής και της εμπιστοσύνης του αλλά εξαναγκάσθηκε να αναζητήσει για την υπεράσπισή του άλλον δικηγόρο, διαφορετικόν από εκείνον που είχε επιλέξει και χειριζόταν από την αρχή την υπόθεσή του και διότι δεν του παρασχέθηκε επαρκής χρόνος για την προετοιμασία της υπεράσπισής του σε συνεργασία με τον δικηγόρον που θα διόριζε. Η αιτίαση όμως αυτή καθόσον συνδυάζεται με απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠΔ) ελέγχεται κατ` ουσίαν αβάσιμη. Και τούτο γιατί όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ο αναιρεσείων, μετά την απόρριψη του αιτήματός του αναβολής της δίκης λόγω κωλύματος του πληρεξουσίου του δικηγόρου εζήτησε την διακοπήν εκδικάσεως της υποθέσεώς του για το τέλος της συνεδριάσεως προκειμένου να αναθέσει την υπεράσπισή του σε άλλον δικηγόρο της επιλογής του, αίτημα που δέχθηκε το Δικαστήριο που διέκοψε την εκδίκαση της υποθέσεώς του για την 14.25` ώραν της δικασίμου της 26-6-2001. Καίτοι όμως παρασχέθηκε στον αναιρεσείοντα επαρκής χρόνος για να αναθέσει την υπεράσπισή του σε άλλον δικηγόρο της απολύτου εκλογής του παρέλειψε να το πράξει αλλ` ούτε και αίτημα υπέβαλε να του διατεθεί επί πλέον χρόνος για την προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του. Ενόψει αυτών και ο προαναφερόμενος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση ότι με την απόρριψη του αιτήματός του για αναβολή της δίκης λόγω του κωλύματος του δικηγόρου του ο αναιρεσείων στερήθηκε του δικαιώματος της αναθέσεως της υπερασπίσεώς του σε συνήγορο της εκλογής του και της παροχής επαρκούς χρόνου προς υπεράσπισή του είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από όλα αυτά, πρέπει ν` απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 12-11-2002 δικόγραφο των προσθέτων λόγων και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 ΚΠΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 3 Ιουλίου 2001 αίτηση του ...........όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 12 Νοεμβρίου 2002 δικόγραφο των προσθέτων λόγων για αναίρεση της υπ` αριθμ. 1525/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης.-

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια
δέκα (210.00) Ευρώ.-

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 27 Δεκεμβρίου 2002.-

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 14
Ιανουαρίου 2003.-

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


2. Αριθμός 78/2003
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
_ _ _ _

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές : Κωνσταντίνο Τσαμαδό, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Βούρβαχη, Στυλιανό Μοσχολέα-Εισηγητή, Χρήστο Μαυρογένη και Ευριπίδη Αντωνίου,
Αρεοπαγίτες.-

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2003, με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Καφίρη (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου:............., κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μπιλιάνη, για αναίρεση της 1967/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.-

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτήν, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2002, αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 779/2002.-

Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη.-

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 501 του ΚΠοινΔ, αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, όταν αυτό επιτρέπεται, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν το δικαστήριο πειστεί ότι ο εκκαλών δεν μπόρεσε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως για λόγους ανώτερης βίας ή για άλλα ανυπέρβλητα αίτια, μπορεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του να επιτρέψει την εκπροσώπησή του από συνήγορο που έχει ειδική πληρεξουσιότητα, οπότε ο εκκαλών θεωρείται ότι δικάζεται σαν να ήταν παρών και ο συνήγορός του τον εκπροσωπεί πλήρως. Εξάλλου με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 52/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη και στην παρ. 3 περίπτωση γ` του άρθρου αυτού, προβλέπεται ειδικότερα ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του. Από τις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., προκύπτει ότι το συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το δικαίωμά του να έχει συνήγορο υπερασπίσεως, περιλαμβάνει και το δικαίωμα αυτού να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως. Ο εθνικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται από τις εν λόγω διατάξεις να αποθαρρύνει, με μέτρα που αυτός επιλέγει, την αδικαιολόγητη απουσία του κατηγορουμένου, ενόψει της σημασίας που έχει για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στην ποινική διαδικασία, τα μέτρα αυτά όμως δεν μπορούν να καταλύουν το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπισθεί τον εαυτό του, εκπροσωπούμενος από συνήγορο υπερασπίσεως. Το δικαίωμα αυτό είναι υπέρτερο από την ανάγκη αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και συνεπώς ο εθνικός νομοθέτης δεν δικαιούται να τιμωρεί τον κατηγορούμενο με την αποστέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του με συνήγορο και όταν ακόμη η απουσία του είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου στη δίκη είναι δυνατό να εξασφαλισθεί με άλλα μέσα και όχι με τη στέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του. (Ολ. ΑΠ 9/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, που είχε καταδικαστεί με την 13373/1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε φυλάκιση οκτώ (8) μηνών, για απάτη, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ενώπιον του εφετείου, κατά τη συζήτηση της εφέσεως που άσκησε κατά της παραπάνω αποφάσεως, αλλά ζήτησε να εκπροσωπηθεί από συνήγορο που είχε ειδική πληρεξουσιότητα, επικαλούμενος γι` αυτό τη συνδρομή ανυπέρβλητης αιτίας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε το επικαλούμενο ανυπέρβλητο κώλυμα του εκκαλούντος-κατηγορουμένου και για τον λόγο αυτόν απέρριψε, κατ` άρθρο 501 παρ. 3 Κ.Π.Δ., το αίτημά του να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, στη συνέχεια δε απέρριψε και την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Η απόρριψη όμως του παραπάνω αιτήματος του απόντος κατηγορουμένου, παραβιάζει τις προαναφερόμενες υπερνοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 3γ` της ΕΣΔΑ και ειδικότερα το συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως και υπερασπίσεως του κατηγορουμένου. `Αρα το Εφετείο, που απέρριψε με την ως άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του, το αίτημα εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος - κατηγορουμένου από συνήγορο, υποβληθέν κατά την εκδίκαση της εφέσεως τούτου κατ` αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, παραβίασε το δικαίωμα υπερασπίσεως αυτού και υπέπεσε έτσι σε απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 δ` ΚΠΔ), που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ. Ο λόγος αυτός εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, εφόσον η αίτηση είναι παραδεκτή και εμφανίστηκε ο αναιρεσείων (511 ΚΠΔ) και πρέπει γι` αυτό να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απορριπτική του πιο πάνω αιτήματος του εκκαλούντος διάταξη. Ακολούθως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς τη διάταξη αυτής για απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, διότι με το να αποφανθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η έφεση ήταν ανυποστήρικτη, στηριζόμενο στην αναιρούμενη, κατά τα προεκτεθέντα, για απόλυτη ακυρότητα διάταξη της αποφάσεώς του, που απέρριψε το αίτημα εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου από συνήγορο, υπερέβη την εξουσία του, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` ΚΠΔ (λόγος που επίσης ερευνάται αυτεπαγγέλτως) και έτσι πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση.-

Επειδή χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Επομένως μία πράξη απάτης τελείται και όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις γεγονότων που επαναλαμβάνονται διαδοχικά μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατώμενο πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη δια της αποσπάσεως της εμπιστοσύνης του και ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος συμπίπτει με την τελική ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί με την πρωτόδικη απόφαση (13373/1999 Τριμ. Πλημμελειοδικείου Αθηνών) για απάτη και συγκεκριμένα, επειδή κατά τη χρονική περίοδο από 9-2-1994 μέχρι 26-9-1994, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε ψευδώς στον.........., νόμιμο εκπρόσωπο της \\\"..........\\\", ότι είναι φερέγγυος επιχειρηματίας και εκμεταλλεύεται το κατονομαζόμενο Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών και έτσι τον έπεισε και του διέθεσε διδακτικά βιβλία και επιστημονικά συγγράμματα της επιχείρησής του, συνολικής αξίας 5.465.284 δρχ., χωρίς έκτοτε να καταβάλει το τίμημα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η εγκαλούσα εταιρεία κατά το ανωτέρω ποσό με αντίστοιχη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια του κατηγορουμένου. Δηλαδή ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί για μία πράξη απάτης, στην οποία, όπως έγινε δεκτό, η απατηλή συμπεριφορά εκείνου ολοκληρώθηκε την 26-9-1994 και άρα ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματός του συμπίπτει με την τελευταία αυτή ημερομηνία. Ενόψει λοιπόν του ότι ήδη κατά τον χρόνο συζητήσεως της από 7-3-02 αναιρέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (10-1-03), (μετά δε τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως του Εφετείου που αναιρέθηκε (18-2-02), έχει πλέον συμπληρωθεί πλήρης οκταετία, αφότου ο κατηγορούμενος διέπραξε το ανωτέρω πλημμέλημα της απάτης και τίθεται θέμα εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως λόγω παραγραφής κατά τα άρθρα 111 παρ.3, 112, 113 παρ.3 ΠΚ, πρέπει, μετά την κατά τα προεκτεθέντα αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 519 ΚΠΔ, ώστε αυτό να ερευνήσει το παραδεκτό ή μη της εφέσεως του κατηγορουμένου και αν μεν την εύρει παραδεκτή να παύσει αυτό οριστικώς λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη, έστω και αν απουσιάζει κατά τη συζήτηση ο εκκαλών (άρθρ. 501 παρ.4 ΚΠΔ), αν δε την εύρει απαράδεκτη, να την απορρίψει, οπότε πάλι δεν ανακύπτει θέμα παραγραφής, επειδή η πρωτόδικη απόφαση
καθίσταται έτσι αμετάκλητη (Ολ. ΑΠ 1/98).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 1967/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ενεργήσει όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσης αποφάσεως.-

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2003.-
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 24
Ιανουαρίου 2003.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


3. Αριθμός 13/2003
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
_ _ _ _

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές : Κωνσταντίνο Τσαμαδό, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Βούρβαχη, Στυλιανό Μοσχολέα-Εισηγητή, Ανδρέα Μοσχανδρέου και Χρήστο Μαυρογένη, Αρεοπαγίτες.-

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2002, με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αγγέλου Βασιλόπουλου (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου: ........... κατοίκου Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Τριαντάφυλλο Δομασή, για αναίρεση της 2017/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το ........ που εκπροσωπείται νόμιμα από τον ........... και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μιχαήλ Ζουβάρας.-

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτήν, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουλίου 2002, αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1548/2002.-

Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε

Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως, άλλως ως αβάσιμη.-

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 508 παρ. 1 εδ. α` και β` του ΚΠΔ, η αίτηση αναίρεσης της απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, είναι τότε μόνο δεκτή, όταν αυτός αποδείξει ταυτόχρονα ή και μεταγενέστερα, πάντως έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, με πιστοποιητικό του διευθυντή φυλακών, ότι ήταν κρατούμενος όταν άσκησε την αναίρεση. Το πιστοποιητικό αυτό δεν απαιτείται, αν από τα έγγραφα προκύπτει η κράτηση, ή αν η εκτέλεση της ποινής έχει ανασταλεί ή αναβληθεί, ή αν η ποινή έχει μετατραπεί σε χρηματική και έχει αποτιθεί, ή αν, όταν πρόκειται για στρατιωτικό εν ενεργεία, δεν έχει διαταχθεί η εκτέλεση από το αρμόδιο όργανο. Κατά δε την δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, η διάταξη της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται (εκτός άλλων), αν δόθηκε, είτε αρχικά είτε μεταγενέστερα, ανασταλτικό αποτέλεσμα στην αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 471 παρ.2 ΚΠΔ. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/74 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 του Σ.) , αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, κατά το οποίο, \\\"καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει\\\". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρτετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, ή να μην αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας (αναγνωριζόμενη ήδη και από το άρθρο 25 παρ.1 εδ. β` του αναθεωρημένου Συντάγματος), πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπόμενη από τον νόμο κύρωση, είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση, δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η παραβίαση της αρχής αυτής, πρέπει να ερευνάται, ενόψει και του ύψους της ποινής που έχει επιβληθεί, ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση (μαζί με άλλα), διαμορφώνει την κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας (Ολ. ΑΠ 14/2001). Στην υπόθεση που κρίνεται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με την 2017/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, για κατ` εξακολούθηση αποδοχή εικονικών τιμολογίων (άρθρ. 31 παρ.1 περ. Ζ`, η ν. 1591/86), σε φυλάκιση 12 μηνών, που μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ την ημέρα και σε χρηματική ποινή 15.000 ευρώ. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, την 28-5-02, ενώ αρχικά ο κατηγορούμενος ήταν παρών, στη συνέχεια αποχώρησε μόλις το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη. Γι` αυτό και όταν τούτο επανήλθε για τη δημοσίευση της ανωτέρω αποφάσεώς του, που έλαβε χώρα αυθημερόν (28-5-02), διαπίστωσε και σημείωσε στα πρακτικά συνεδριάσεως ότι ο κατηγορούμενος ήταν απών, αλλά εξακολούθησε να παρίσταται μόνον ο συνήγορός του, χωρίς να σημειώνεται στα πρακτικά άλλη προς τούτο διευκρίνιση. Την υπό κρίση αναίρεσή του, ο κατηγορούμενος άσκησε αυτοπροσώπως την 10-7-02. Πλην όμως δεν προσκόμισε, ούτε έως τη συζήτηση αυτής (13-12-02) προσκομίζει πιστοποιητικό διευθυντή φυλακών ότι υπέβαλε εαυτόν σε εκτέλεση της ανωτέρω ποινής. Επίσης, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων επικαλείται και αποδεικνύει ότι έχει αποτίσει με καταβολή το ποσό της μετατροπής, ή ότι συντρέχει άλλη, νόμιμη, κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, περίπτωση μη κρατήσεώς του. Η κύρωση που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 508 ΚΠΔ, ότι δηλαδή η αναίρεση πρέπει κατόπιν τούτου να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση, δυσανάλογη προς τη μη συμμόρφωση του αναιρεσείοντος προς την ανωτέρω διάταξη, διότι η προϋπόθεση της προηγούμενης εκτελέσεως της επιβληθείσης κατά τα ήδη εκτεθέντα ποινής, προκειμένου να είναι παραδεκτή η αναίρεση, δεν είναι ιδιαίτερα επαχθής και αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι πρόκειται για καταδίκη σε ποινή η οποία έχει μετατραπεί σε χρηματική και ο αναιρεσείων είχε την ευχέρεια και τη δυνατότητα να αποτίσει, επιπλέον δε πρόκειται για καταδίκη σε μεγάλη ποινή και για αξιόποινη πράξη που έχει ιδιαίτερη απαξία. Έτσι, η κύρωση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζει το δικαίωμα προσβάσεως του αναιρεσείοντος στον Άρειο Πάγο. Κατά συνέπεια, πρέπει, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 508 και 476 παρ.1 ΚΠΔ, να απορριφθεί η αναίρεση ως απαράδεκτη.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10 Ιουλίου 2002 αίτηση του ............ για αναίρεση της 2017/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια δέκα (210.00) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζεται σε διακόσια ενενήντα (290.00) ευρώ.-

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2003.-
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 10
Ιανουαρίου 2003.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




4. Αριθμός 490/2003
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2003, με την εξής σύνθεση : Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Φ. Αρναούτογλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Σ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Σύμβουλοι, Ε. Νίκα, Α. Σταθάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 29 Ιουλίου 1997 αίτηση :

της ........... η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Λεωνίδα Πανούση (Α.Μ. 4349), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,κατά του ........... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Πολέμη (Α.Μ. 9972), με εξουσιοδότηση του Διοικητή του Νοσοκομείου.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ\\\' αριθμ. 456/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ε. Νίκα. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου Νοσοκομείου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη (υπ\\\' αριθμ. 6294475/1997 διπλότυπο εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ\\\' αριθμ. 987927/1997 ειδικό έντυπο παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ\\\' αριθμ. 456/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατ\\\' αποδοχή εφέσεως του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου, εξαφανίσθηκε η υπ\\\' αριθμ. 1075/1994 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια εκδικάσθηκε και απορρίφθηκε αγωγή της αναιρεσείουσας, υπαλλήλου του νοσοκομείου, με την οποία εζητείτο να αναγνωρισθεί ότι το αναιρεσείον υπεχρεούτο να της καταβάλει το ποσό του 1.805.603 δραχμών ως διαφορά αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1988 έως 30.4.1990 λόγω χορηγήσεως μειωμένης της κατ\\\' άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984 προσωπικής διαφοράς.

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση του ΣΤ΄ Τμήματος μετά την υπ\\\' αριθμ. 3384/2002 παραπεμπτική απόφαση του ιδίου Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση.

4. Επειδή, όπως ήδη έγινε δεκτό με την προαναφερθείσα παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος, ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως νομίμως παρίσταται ως πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας επί τη βάσει του υπ\\\' αριθμ. ειδικού 10356/1991 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Νίκης Κωβαίου-Γαρίνη.

5. Επειδή, με την παράγραφο 2 του άρθρου 36 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), αντικαταστάθηκε η πρώτη περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), ως εξής : \\\"Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 500.000 δραχμές\\\". Ακολούθως, με το άρθρο 5 του ν. 2944/2001 \\\"Τροποποίηση της νομοθεσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων\\\" (ΦΕΚ Α΄ 222) αυξήθηκε το ανωτέρω