Περίληψη:
Αρχικά, όσον αφορά στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1, παρατηρούμε ότι η πρόβλεψη για την ελευθερία της τέχνης έχει ειδικό κανονιστικό περιεχόμενο. Από το σύνολο των διαφόρων μορφών έκφρασης, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης, των οποίων η κατοχύρωση είναι ανεπιφύλακτη, καθώς δεν προβλέπεται κανένας ειδικός συνταγματικός περιορισμός. Επομένως, η τέχνη προδήλως τοποθετείται σε υψηλότερη βαθμίδα προστασίας και ως εκ τούτου σε ιδιαίτερη θέση στον χώρο των συνταγματικώς προστατευομένων εκφραστικών μορφών.
Για τον λόγο αυτό, τα ελληνικά δικαστήρια δεν βρίσκονται αντιμέτωπα με το ζήτημα της τοποθέτησης της ελευθερίας της τέχνης στην ιεραρχική κλίμακα των διαφόρων ειδών λόγου, όπως ετέθη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνεπεία της έλλειψης ειδικής προστασίας της στο κείμενο της ΕΣΔΑ. Ακριβώς, αυτή η expressis verbis ειδική προνομιακή κατοχύρωσή της την καθιστά αξιώτερη προστασίας ακόμη και από την ελευθερία του πολιτικού λόγου καθώς αυτή δεν κατοχυρώνεται ρητά αλλά προκύπτει σαφώς από το πνεύμα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Η ανεπιφύλακτη προστασία της τέχνης συνεπάγεται την απαγόρευση εφαρμογής ειδικών συνταγματικών περιορισμών που προβλέπουν άλλες διατάξεις π.χ. το Σ14 παρ.3 για την ελευθερία του τύπου, στις περιπτώσεις των έργων τέχνης. Μάλιστα, αν το έντυπο είναι ταυτόχρονα και έργο τέχνης, θα ήταν αντισυνταγματική η για οιονδήποτε λόγο εφαρμογή των διαδικασιών κατάσχεσης, είτε πριν, είτε μετά την κυκλοφορία του, επειδή κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το άρθρο Σ 16.
Παρά ταύτα, οι απόψεις που επικρατούν στον χώρο της ελληνικής νομολογίας διιστανται. Η δικαστής Ε.Καλού, στην υπόθεση Ανδρουλάκη, δέχθηκε ότι δεν χωρεί κατάσχεση για τα έντυπα τέχνης και επιστήμης. Αντιθέτως, ο δικαστής Δ.Λοβέρδος, στην υπόθεση του Τελευταίου Πειρασμού και όλοι οι δικαστές και οι εισαγγελείς που μετείχαν στα δικαστικά συμβούλια στην υπόθεση Harderer, δεν δίστασαν να διατάξουν την κατάσχεση των έργων. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η δικαστής Ε.Καλού επικαλέστηκε την ανάλυση του Π.Δαγτόγλου και την κοινή νομοθεσία περί ασέμνων προς ενίσχυση της θέσης της. Όντως, σύμφωνα με το άρθρο 30 εδ 1 του νόμου 5060/1931 δεν επεκτείνεται την έννοια του ασέμνου στα έργα τέχνης και κατα συνεκδοχή απαγορεύεται η κατάσχεση εντύπων έργων- τέχνης.
Ο Π. Δαγτόγλου υποστηρίζει ότι «ο καλλιτέχνης δεν είναι legibus solutus, αλλά υπόκειται στο γενικώς ισχύον δίκαιο» και συμπεραίνει ότι « η ελευθερία της τέχνης περιορίζεται από τους γενικούς νόμους, τους νόμους δηλαδή εκείνους που προστατεύουν ένα έννομο αγαθό, χωρίς να στρέφονται ούτε κατά ορισμένου προσώπου ούτε κατά ορισμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας ή τεχνοτροπίας, ούτε να καθιστούν αδύνατη ή να δυσχεραίνουν δυσανάλογα την άσκηση της τέχνης». Όπως σχολιάσαμε, η παραπάνω κρίση θα μπορούσε να σχολιαστεί ως αρκετά ασαφής, διότι τι νόημα θα είχε η απουσία κάθε επιφύλαξης στο άρθρο 16 παρ. 1, εάν οιοσδήποτε γενικός νόμος προστατευτικός κάποιου εννόμου αγαθού, εισήγαγε θεμιτούς περιορισμούς στην ελευθερία της τέχνης; Στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ των περιορισμών οι οποίοι ουσιαστικά δεν έχουν άμεση σχέση με την τέχνη και μόνο συμπτωματικά έχουν επιπτώσεις στην καλλιτεχνική δράση κι εκείνων οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με το περιεχόμενο της ελευθερίας της τέχνης. Η άμεση αυτη σύνδεση με την τέχνη, που χαρακτηρίζει την δεύτερη κατηγορία περιορισμών, ανάγεται μάλλον στην έκταση του ρυθμιζομένου πεδίου. Στην ομάδα αυτή ενδεικτικά κατατάσσουμε το νόμο ο οποίος δεν επιτρέπει στον λογοτέχνη να προσβάλλει την τιμή κάποιου προσώπου με το έργο του. Μολονότι, μάλιστα, ο νόμος αυτός αποβλέπει στην προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής, ο άμεσος αυτός περιορισμός απαγορεύεται από την ανεπιφύλακτη ελευθερία της τέχνης.
Στο τρίτο μέρος του παρόντος πονήματος, εξετάζοντας την ελληνική νομολογία διαπιστώσαμε ότι το δικαίωμα της προσωπικότητας κάποιου δεν περιλαμβάνει αξίωση περιορισμού της τέχνης επειδή το μήνυμά της έρχεται σε σύγκρουση με τις ιδέες ή τα συναισθήματά του. Εν συνεχεία, κατά την ανάλυση της Ευρωπαϊκής νομολογίας, αμφισβητήσαμε ότι η αξίωςη περιορισμού της ελευθερίας της τέχνης επειδή το μήνυμά της είναι αντίθετο με τις δικές του πεποιθήσεις υπάγεται στο περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας.
Στη βάση των παραπόνων για προσβολή δικαιώματος συναντήσαμε ουσιαστικά την επιθυμία ορισμένων να ασκήσουν λογοκρισία λόγω της έντονης αγανάκτησης και της απογοήτευσης που γεννούν τα μέσω των έργων τέχνης προβαλλόμενα μηνύματα. Στην σύγχρονη έννομη τάξη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως ακριβώς το περιεχόμενο μιας πολιτικής ιδέας δεν αποτελεί αιτιολογία φίμωσής της, όσο προκλητική και επικύνδινη κι αν είναι αυτή, έτσι και το περιεχόμενο ενός έργου τέχνης δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ακόμα κι αν αυτό είναι ιδιαιτέρως φρικαλέο και αποκρουστικό. Αποδεχόμενοι πλήρως αυτήν την αρχή ως απόρροια του πνεύματος ανεκτικότητας που διέπει το σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα, αντιλαμβανόμαστε ότι η έγερση αξιώσεων επί τη βάσει προσβολής κάποιου δικαιώματος από την έκθεση Outlook προσκρούει σ’αυτήν την γενικώς ισχύουσα, θεμελιώδη αρχη της αντιστοιχίας της προστασίας καλλιτεχνικόυ μηνύματος και πολιτικής ιδέας.
Εντούτοις, η αρχή αυτή, που προκύπτει και από την επιλογή του συντακτικού νομοθέτη να κατοχυρώσει την ελευθερία της τέχνης άνευ επιφυλάξεων στο άρθρο 16 παρ.1 του Συντάγματος, δεν σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό μήνυμα δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να θίξει ή να αναστατώσει το φιλότεχνο κοινό με το περιεχόμενό του. Όμως, ακόμα και τότε δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα να ζητήσει την απαλλαγή του από την απογοήτευση που του προκαλεί το εκτιθέμενο έργο τέχνης. Δεν υπάρχει κάποια νομική βάση στην οποίαν θα μπορούσαν να εδραιωθούν αξιώσεις αυτού του είδους. Τα ανωτέρω δεν καλύπτουν μόνο τις περιπτώσεις της «οικεία βουλήσει προσβολής» κατά τις οποίες ο παραπονούμενος με δική του πρωτοβουλία επέλεξε να εκτεθεί σε κάποιο αντιπαθητικό μήνυμα, αλλά και τις γνήσια απροσδόκητες και ως εκ τούτου αναπόφευκτες εκθέσεις του ατόμου σε κάποιο αποκρουστικό έργο τέχνης. Η νομική αντιστοιχία καλλιτεχνικής εκδηλώσης και πολιτικού λόγου σε συνδυασμό με το πνεύμα ανοχής του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος επιτάσσουν την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιούνται περιορισμοί της ελευθερίας της τέχνης, παρά το ενδεχομένως αποκρουστικό περιεχόμενό της. Εξάλλου, υπενθυμίζουμε ότι κρατικές επεμβάσεις προειδοποίησης των ενδιαφερομένων για το ενδεχόμενο προσβολής από ένα έργο τέχνης παρέλκουν. Τέτοιες επεμβάσεις θα ήταν εξ ολοκλήρου ξένες προς τα πραγματικά καθήκοντα της πολιτείας, αλλά και παράνομες στο βαθμό που θα καλλιεργούσαν την προκατάληψη και την υποψία εις βάρος ενός έργου τέχνης, καθιστώντας δυσχερή τη διάδοση του στο κοινό.
Επιπλέον, συμπεραίνουμε ότι η τέχνη, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, όταν απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα δεν χαίρει προστασίας και για το λόγο αυτό γενικά η τέχνη δεν αποσκοπεί σε συγκεκριμένα άτομα. Υπό το πρίσμα αυτό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εξατομικευμένων επιθέσεων ή ως μέσο για την παρεμπόδιση της λατρείας μιας θρησκείας. Είναι επομένως λογικό η ελευθερία της τέχνης να περιορίζεται θεμιτά από τους κανόνες προστασίας της θρησκευτικής λατρείας, όταν η καλλιτεχνική δράση στρέφεται in concreto εις βάρος μιας συμπεριφοράς που εμπίπτει στο προστατευτικό τους περιεχόμενο.
Χαρακτηριστικό είναι το παραδειγμα που χρησιμοποιεί ο Τσακυράκης στο βιβλίο του συμφωνα με το οποίο «μπορεί να επισύρει κυρώσεις η διοργάνωση έκθεσης με αντισιωνιστικά έργα τέχνης κάθε Σάββατο έξω από μια Συναγωγή, στη βάση ότι δημιουργεί εχθρική ατμόσφαιρα που δυσκολεύει τους Εβραίους να λατρεύουν το θεό τους. Ίσως αν διοργανωνόταν μια φορά με αφορμή ένα σημαντικό γεγονός, να έπρεπε να γίνει ανεκτή. Κάθε Σάββατο, όμως η έκθεση στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, προφανώς στοχεύει στην παρακώλυση της λατρείας και γι’αυτό το αδίκημα της διάταξης της θρησκευτικής ειρήνης περιλαμβάνει τέτοιες συμπεριφορές, οι οποίες δεν καλύπτονται μόνο και μόνο επειδή το μέσο προσβολής είναι έργα τέχνης». Υπό το φως των παρατηρήσεων αυτών, το αδίκημα της διατάραξης θρησκευτικών συναθροίσεων που προβλέπεται από το άρθρο 200 του ΠΚ εύλογα περιλαμβάνει συμπεριφορές, όπως η έκθεση που περιγράφηκε στο ως άνω παράδειγμα.
Σκοπός των ρυθμίσεων αυτού του είδους δεν είναι τόσο ο περιορισμός της τέχνης, όσο η θωράκιση της θρησκευτικής ειρήνης. Η θρησκευτική ειρήνη απειλείται από έργα τέχνης που χρησιμοποιούνται σε τέτοιο τόπο και χρόνο και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσβάλλεται η θρησκευτική ελευθερία των άλλων. Σε καμία άλλη περίπτωση έργα τέχνης ή άλλα μηνύματα που έρχονται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μιας κοινότητας δεν δυσχεραίνουν την άσκηση της λατρείας των μελών της και κατά συνέπεια σχετικές αξιώσεις των τελευταίων είναι νόμω αβάσιμες. Τόσο οι επικρατούσες όσο και οι μειοψηφικές θρησκείες δεν κινδυνεύουν. Οι μεν λόγω της ιδιότητας τους ως επικρατουσών, οι δε διότι με τον τρόπο αυτό καλούνται να αποκρούσουν τις εις βάρος τους «επιθέσεις» μεσω της πειστικότητας των πεποιθήσεών τους.
Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τη διαφορά ανάμεσα στον κανόνα (ΠΚ200) που προστατεύει την απρόσκοπτη ελευθερία της λατρείας και τις ρυθμίσεις του ΠΚ οι οποίες ποινικοποιούν την καθύβριση θρησκεύματος (ΠΚ199) και την κακόβουλη βλασφημία (ΠΚ198). Σ’αντίθεση με το άρθρο 200 του ΠΚ, τα άρθρα ΠΚ198 και ΠΚ199 ουσιαστικά τιμωρούν ως ποινικώς κολάσιμες τις αντιλήψεις αθεϊας ή τις πεποιθήσεις αντιθέτου ή διαφορετικού περιεχόμενου και όχι τις συμπεριφορές που προσβάλλουν δικαιώματα των πιστών. Υπ’αυτήν την έννοια αποτελούν διατάξεις ασυμβίβαστες τόσο με την συνταγματικώς προβλεπόμενη στο άρθρο Σ 14 ελευθερία του λόγου, όσο και κυρίως με την ελευθερία της τέχνης της οποίας η απόλυτη προστασία προκύπτει από την ανεπιφύλακτη κατοχύρωσή της στο άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος.
|