Περίληψη:
Αναφερθήκαμε στο άρθρο 19 του Συντάγματος σχετικά με το απόλυτα απαραβίαστο του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας και ανταπόκρισης και εξετάσαμε εμπεριστατωμένα τα εννοιολογικά του χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια αναλύσαμε τις περιπτώσεις άρσης του, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι μόνον υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί αυτή να επιτραπεί. Οι δικαστικές εγγυήσεις είναι απαραίτητος κρίκος στην αποδέσμευση του απορρήτου της επικοινωνίας και οι λόγοι εθνικής ασφάλειας, όπως και τα ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες, οι οποίες πρέπει να εξειδικευτούν, για να προσδιορίσουν εννοιολογικά με τη σειρά τους το «απόρρητο». Επομένως, τα δικαστήρια θα πρέπει να εφαρμόζουν με μεγάλη προσοχή και φειδώ το εδάφιο 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος, όπως επίσης και να εξετάζουν κάθε φορά το επιτρεπτό της αξιοποίησης των αποδεικτικών μέσων. Τέλος, έχουν θεσπιστεί ανεξάρτητες αρχές – μία εξ αυτών (ΑΔΑΕ) μάλιστα με συνταγματική επιταγή – για την διασφάλιση και την προστασία του απορρήτου. Το θέμα του απορρήτου της επικοινωνίας προστατεύεται και από τον κοινό νομοθέτη (ποινική, πειθαρχική, αστική ευθύνη), πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει την τεράστια σημασία που έχει το ατομικό αυτό δικαίωμα στη σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας και της ψηφιακής τεχνολογίας. Άλλωστε, αν ο καθένας ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα, ότι κάθε λέξη του, κάθε αστόχαστη έκφρασή του, θα μπορούσε να μαγνητοφωνηθεί και να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε δίκη, αυτό θα περιόριζε τα άτομα στην ελεύθερη έκφραση των σκέψεών τους και τελικώς, θα δηλητηρίαζε τις ανθρώπινες σχέσεις.
|