Περίληψη:
Η δικαιοσύνη είναι ίσως η κρισιμότερη από όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Και αυτό γιατί αποτελεί τον τελικό στόχο, το τελικό αγαθό (sumum bonum) της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, τόσο με τη μορφή της κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο και με αυτή της ατομικής, που είναι και μία από τις προϋποθέσεις της προηγούμενης – αλλιώς η διαφορετική αντιμετώπιση των επιμέρους ατόμων εισάγει ουσιαστικά (πρόσθετες) ταξικές διακρίσεις. Γι\' αυτό και όλα τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα μένουν κενός λόγος χωρίς τη ύπαρξη δικαιοσύνης και ούτε κοινωνική συνοχή μπορεί να επιτευχθεί πραγματικά χωρίς αυτή. Μπορεί επομένως η δικαιοσύνη να θεωρηθεί ως η Λυδία λίθος και καθρέφτης κάθε καθεστώτος.
Τα σύγχρονα κράτη προσπαθούν να πετύχουν το αγαθό της δικαιοσύνης επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν συνθήκες λειτουργικής ανεξαρτησίας στους δικαστές, ώστε να μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα και χωρίς παρεμβάσεις (\"χωρίς φόβο και πάθος\"). Από την άλλη πλευρά υποχρεώνουν τους δικαστές να έχουν τέτοια συμπεριφορά και στάση, ώστε να μπορούν να εμπνέουν το κύρος και το σεβασμό αυτών που δικάζουν και γενικότερα όλης της κοινωνίας. Γι\' αυτό και επιβάλουν αναλυτική αιτιολόγηση των αποφάσεων και των ενεργειών τους και διαφάνεια και δημοσιότητα των δικαστικών διαδικασιών. Αυτά φυσικά ισχύουν στο βαθμό που αναφερόμαστε σε μια χώρα που έχει ενσωματώσει τις αρχές της σύγχρονης δημοκρατικής διακυβέρνησης. Γιατί σε πολλές τριτοκοσμικές (και όχι μόνο) χώρες αυτά παραμένουν στη θεωρία.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, παρ\' όλους τους βαυκαλισμούς που ακούγονται περί δημοκρατίας, τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μία κοινωνική δυναμική που ευνοεί τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η χώρα μας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των πιο διεφθαρμένων κρατών στην Ευρώπη.
Αν και διακηρύσσεται συχνά η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, ένας προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να καταλάβει ότι η πολιτική εξουσία ποδηγετεί τους δικαστικούς μηχανισμούς. Οι όποιες (προσχηματικές) προσπάθειες γίνονται για να διορθωθεί η κατάσταση στους δικαστικούς μηχανισμούς, που αναπόφευκτα ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτή στους πολίτες, δεν έχει ως τελικό στόχο την εξυγίανσή τους, αλλά την απόκρυψη των αδυναμιών τους. Άλλωστε κανένα νομοθετικό μέτρο δεν μπορεί να αποδώσει, αφού στην περίπτωση της διεφθαρμένης \"δικαιοσύνης\", δεν προϋποθέτει την μόνο την εφαρμογή του, αλλά και τον τελικό έλεγχό του από τους ίδιους ανθρώπους που υποτίθεται ότι ελέγχει, από αυτό το ίδιο σάπιο περιβάλλον.
Θα ήταν άδικο όμως να μην τονιστεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των δικαστών διακρίνεται για το ήθος, την εντιμότητα και την ακεραιότητά του. Σε κανέναν μηχανισμό της ελληνικής κοινωνίας δεν θα συναντήσουμε τις αρετές αυτές στο ίδιο υψηλό ποσοστό. Ωστόσο, φαινόμενα «σήψης» και «αποσάθρωσης» εμφανίζονται κι εδώ, όπως άλλωστε σε κάθε κύκλο ανθρώπινης δραστηριότητας. Tο οποιοδήποτε, όμως, αυξημένο ποσοστό εντιμότητας και λοιπών αρετών δεν θεμελιώνει αξιώσεις για υπερβατικούς και μεταφυσικούς ρόλους. Γιατί πιο επικίνδυνες και από τη «σήψη» και την «αποσάθρωση» είναι νοοτροπίες και αντιλήψεις περί «καθαρών» και «ακάθαρτων» και άνωθεν σωτήρων.
Ουδείς μπορεί να επηρεάσει τον οποιονδήποτε δικαστή, αν ο ίδιος δεν είναι διατεθειμένος και διαθέσιμος να επηρεαστεί. Kάθε προσπάθεια επηρεασμού, απ\' όπου κι αν προέρχεται, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αν ο δικαστής, στον οποίο απευθύνεται, δεν είναι ευάλωτος. H πολιτική εξουσία, όσους πειρασμούς κι αν αισθάνεται, είναι ανίσχυρη απέναντι στον ακέραιο δικαστή και το πολύ που μπορεί να επιτύχει, επιχειρώντας να τον επηρεάσει, είναι να εκτεθεί η ίδια.
H διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών απέναντι σε οποιαδήποτε παρέμβαση είναι σήμερα κατοχυρωμένη, τόσο σε θεσμικό όσο και σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικής συνείδησης. Έτσι δεν κρίνεται ενδεδειγμένη η αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων είτε προς αντιμετώπιση συγκυριακών προβλημάτων χωρίς θεσμική διάσταση είτε για την ικανοποίηση θεωρητικών ανησυχιών χωρίς αντίκρισμα σε συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα είτε για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων σε θεσμούς με μακροχρόνια λειτουργία που έχουν παγιωθεί στη συνείδηση των πολιτών και του νομικού κόσμου.
Ειδικά στον ευαίσθητο χώρο της δικαστικής λειτουργίας κάθε μεταβολή πρέπει να επιχειρείται με μεγάλη περίσκεψη και μόνον εφόσον, κατά γενική παραδοχή, η αναθεώρηση αναμένεται να βελτιώσει την απονομή της δικαιοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, οι προσπάθειες όλων όσων συμμετέχουν στην διαδικασία θωράκισης της δικαστικής λειτουργίας, στην ομαλή και απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων των λειτουργών της και στην ορθολογική, αμερόληπτη και ανεξάρτητη απονομή της Δικαιοσύνης πρέπει να επικεντρωθούν κυρίως στην απεξάρτηση της από τα ασφυκτικά δεσμά που οι άλλες εξουσίες αλλά και τα διάφορα οργανωμένα κοινωνικά συμφέροντα θέτουν προκειμένου να την χειραγωγήσουν.
Η Δικαιοσύνη πρέπει να σταθεί στην περιωπή που την θέλει το Σύνταγμα, όχι να γίνει παλλακίδα της νομοθετικής εξουσίας, εφαπτόμενη στα εκάστοτε πολιτικά συμφέροντα, αλλά ούτε και θεραπαινίδα της εκτελεστικής εξουσίας, εφαπτόμενη στην κρατική διοίκηση και τα όργανα της.
|