Περίληψη:
Η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας και ελεύθερης ανταπόκρισης αφορά όλα τα επικοινωνιακά μέσα, με φορείς όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και αποδέκτες το κράτος αλλά και τον ιδιώτη.
Επικοινωνία είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα, με την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή, συνεννόηση με άλλους ανθρώπους. Η επικοινωνία μπορεί αν το επιλέξουν τα μέρη να είναι μυστική. Η μυστικότητα αποτελεί το πρώτο, το πραγματικό στοιχείο της απόρρητης επικοινωνίας. Απόρρητη θεωρείται η από το δίκαιο προστατευόμενη μυστική επικοινωνία.
Το εδάφιο β του Αρ. 19 του Σ, περιέχει δυο εννοιολογικούς προσδιορισμούς του απορρήτου: την εθνική ασφάλεια και τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Έτσι, το Σύνταγμα περιέχοντας εννοιολογική οριοθέτηση της απόρρητης, δηλαδή της προστατευόμενης νομικά, μυστικής επικοινωνίας, προσδιορίζει το απόρρητο ως την με οποιοδήποτε μέσο, πραγματοποιούμενη επικοινωνία, με την οποία εξασφαλίζεται η μυστικότητα για οποιοδήποτε θέμα εκτός της εθνικής ασφάλειας και των ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, έννοιες οι οποίες δεν αποτελούν περιορισμούς αλλά οιονεί περιορισμούς που προκύπτουν από τις αντίστοιχες συνταγματικές οριοθετήσεις. Με άλλη έκφραση, δεν πρόκειται για περιοριζόμενη καταρχήν νόμιμη συμπεριφορά αλλά για απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς.
Οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να επεκταθούν από τον κοινό νομοθέτη με τη νομοθετική εξουσιοδότηση της παρ. 1, αφού η τελευταία είναι περιοριστική.
Οι ανακριτικές – δικαστικές αρχές, ως εγγυήτριες του συνταγματικού δικαιώματος, ελέγχουν την τήρηση του απορρήτου επικοινωνίας των μερών και τους λόγους άρσης του. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής ρύθμισης εκδόθηκε ο ν.3115/2003, με τον οποίο θεσπίστηκε η νέα ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την ονομασία «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών» που αντικατέστησε την «Εθνική Επιτροπή Προστασίας» του ν.2225/1994.
|