Περίληψη:
Το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει στο άρθρο 23 § 2 το θεμελιώδους σημασίας δικαίωμα της απεργίας, τη συλλογική δηλαδή αποχή των μισθωτών από την εργασία, η οποία αποφασίζεται και κηρύσσεται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους, με σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων τους. Όπως όλα τα συνταγματικά δικαιώματα, υπόκειται και αυτό σε οριοθετήσεις από τις γενικές ρήτρες (ρήτρα της συνταγματικής νομιμότητας, ρήτρα της κοινωνικότητας και ρήτρα της χρηστότητας) και σε περιορισμούς, ρητούς ή μη ρητούς. Ένας από τους σημαντικότερους περιορισμούς είναι αυτός που προβλέπεται ρητά στο άρθρο 23 § 2 Συντ., η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος απεργίας στους δικαστικούς λειτουργούς. Έχουν διατυπωθεί στην επιστήμη δύο απόψεις σε σχέση με το ειδικό αυτό θέμα. Σύμφωνα με την πρώτη το Σύνταγμα απονέμει και στους δικαστικούς λειτουργούς το δικαίωμα απεργίας, αλλά ταυτόχρονα απαγορεύει την ενάσκησή του. Σύμφωνα με τη δεύτερη στους δικαστές δεν παρέχεται δικαίωμα συμμετοχής σε απεργία. Την τελευταία αυτή άποψη δέχεται και η νομολογία του ΑΠ. Στην πράξη οι δικαστές ακολουθούν την τακτική των «διακοπών συνεδριάσεως».
|