Περίληψη:
10. ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τα χρηστά ήθη ορίζονται ως «οι κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις του μέσου και δίκαιου ανθρώπου σε µια συγκεκριµένη χρονική περιόδο». Ως νοµική έννοια γενικού περιεχομένου μπορούμε να πούμε πως έχουν τόσο κοινωνική όσο και ηθική χροιά. Εάν συγκρίνουμε τα χρηστά ήθη που βρίσκονται στις διατάξεις του Συντάγµατος με τα χρηστά ήθη του ΑΚ και των άλλων νομοθετημάτων – παρά την ουσιαστική ταύτιση των δύο εννοιών – είναι εφικτό να εντοπίσουµε δύο (2) διαφορές ανάµεσά τους : Πρώτον, σε πρακτικό επίπεδο το ευρύτερο πεδίο εφαρµογής των διατάξεων του Συντάγματος. Άλλωστε, τα χρηστά ήθη του ΑΚ αποτελούν εξειδίκευση των χρηστών ηθών του Σ. Δεύτερον, την υπεροχή του κοινωνικού στοιχείου έναντι του ηθικού στο Σύνταγμα. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε, πως υπάρχει άμεση και ουσιώδης σχέση ανάµεσα στα άρθρα του Συντάγµατος και των λοιπών νομοθετημάτων. Στη θεωρία, υφίσταται μία αµφισβήτηση όσον αφορά τη φύση των χρηστών ηθών ως γενικής οριοθέτησης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωµάτων. Ορισμένοι εκπρόσωποι της θεωρίας πιστεύουν πως τα χρηστά ήθη αποτελούν περιορισµό των συνταγµατικών δικαιωµάτων στα οποία «ex pressis verbis» αναφέρονται, απορρίπτοντας με αυτό τον τρόπο την αντίθετη άποψη που τους προσδίδει γενικό χαρακτήρα, αλλά δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι τα χρηστά ήθη χρησιµοποιούνται και ως οριοθέτηση όλων των συνταγµατικών κ.λ.π. δικαιωµάτων. Με βάση την ελληνική νοµολογία ευρύτερη είναι η επίκλησή ττων χρηστών ηθών στο δικαίωµα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και τις εκφάνσεις του, χωρίς βέβαια να λείπουν εφαρµογές στην ελευθερία της γνώµης, της τέχνης, της επιστήµης και σε άλλα θεµελιώδη δικαιώµατα. Έντονη επίσης είναι και η παρουσία των χρηστών ηθών στην ΕΣΔΑ και σε μια πληθώρα ευρωπαϊκών αποφάσεων. Για τους λόγους αυτούς, η ρήτρα των χρηστών ηθών έχει ορισθεί σκόπιμα με γενικό τρόπο στις αντίστοιχες διατάξεις, για να μπορεί να διαμορφώνεται και να εξειδικεύεται με τα εκάστοτε πορίσματα της Ελληνικής Νοµολογίας.
|