Περίληψη:
Δ. Συμπέρασμα:
Η σύγκρουση δικαιωμάτων διακρίνεται σε πραγματική και νομική. Σύγκρουση δικαιωμάτων υπό νομική έννοια είναι η ταυτόχρονη αναγνώριση και νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων περισσότερων φορέων κατά τρόπο ώστε η νόμιμη άσκηση του ενός να περιορίζει την επίσης νόμιμη άσκηση του δικαιώματος του άλλου. Ενώ πραγματική σύγκρουση των δικαιωμάτων είναι η αποδοκιμαζόμενη από το δίκαιο παραβίαση του δικαιώματος του άλλου . Οι πραγματικές συγκρούσεις συνίστανται στην παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των άλλων πολιτών από ένα συμπολίτη τους, η παραβίαση αυτή όμως αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη, γιατί αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της ανθρώπινης αξίας του θύματος (που προστατεύεται στο Σύνταγμα στο άρθρο 2).
Ανακύπτει το θέμα αν είναι στη σύγχρονη έννομη τάξη νοητή η σύγκρουση των δικαιωμάτων. Η προβληματική αυτή βασίζεται στο ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν εφαρμόζονται μόνο στις σχέσεις δημοσίου δικαίου (ατομικιστική νομική παράδοση), αλλά και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η διαπροσωπική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων «δημιουργεί» μεγάλο πρόβλημα, γιατί όλα τα πρόσωπα είναι φορείς δικαιωμάτων και σε περίπτωση αντιπαράθεσης «συγκρούονται» δύο δικαιώματα πχ. Μια διαδήλωση που λαμβάνει μέρος στην περιοχή του ισθμού εμποδίζει τη διέλευση των πολιτών. Επομένως ή παρανόμως διαδηλώνουν οι πολίτες ή παρανόμως προσπαθεί να ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης διέλευσης ο κόσμος. Αυτό το παράδειγμα μας καταδεικνύει την ύπαρξη της προβληματικής. Όμως δεν πρέπει να συγχέουμε τα παραπάνω με την ύπαρξη τριτενέργειας. Η αποδοχή αυτή θα οδηγούσε στη συγκάλυψη του θέματος.
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (ΓΟΣΔ) ανέπτυξε την εξής θεωρία προς τη λύση του προβλήματος: Η θεωρία της «στάθμισης των συμφερόντων». Η μέθοδος αυτή αντιμετωπίζει το πρόβλημα περιπτωσιολογικά. Η αρχή συνίσταται στο εξής περιεχόμενο: «Οι ανώτερες αξίες υπερτερούν», ενώ «οι κατώτερες αξίες υποχωρούν». Γίνεται, λοιπόν, στάθμιση συμφερόντων σε κάθε περίπτωση και τίθεται στη χρήση του κάθε δικαστή να προσδιορίσει τις προηγούμενες έννοιες. Όμως, η πρακτική οδηγεί στο εξής άτοπο: Στην ύπαρξη εκ διαμέτρου αντίθετων αποφάσεων σχετικά με την «αντιπαράθεση» των ίδιων δικαιωμάτων. Και αυτό γιατί, στόχος της θεωρίας αυτής δεν είναι η σύνθεση των αντιθέσεων αλλά η προτίμηση του ενός ή του άλλου η οποία δεν μπορεί να στηριχτεί σε αντικειμενικά στοιχεία διότι το τι είναι «ανώτερες» και «κατώτερες» αξίες προσδιορίζεται με υποκειμενικά στοιχεία και κρίσεις, όσο και αν υποστηρίζεται το αντίθετο.
Το ζήτημα της σύγκρουσης δικαιωμάτων είναι ζήτημα που ανάγεται στην μεταβολή της έννομης τάξης και από μεθοδολογικής άποψης είναι ζήτημα που ανάγεται στον εντοπισμό της μεταβολής αυτής από τις διάφορες νομικές θεωρίες. Η αντίληψη της σύγκρουσης των δικαιωμάτων προέρχεται από την αντίληψη της ατομικιστικής ανταγωνιστικής διαδικασίας στην οποία θεωρείται επιτρεπτή η παραβίαση των δικαιωμάτων των άλλων.
Εν κατακλείδι, η σύγκρουση δικαιωμάτων ως σύγκρουση δικαιωμάτων που ασκούνται νομότυπα δεν ευσταθεί. Αποτελεί ένα νομοτεχνικό εμπόδιο. Όταν ο ένας από τους δύο φορείς των «συγκρουόμενων δικαιωμάτων» θίξει τα δικαιώματα του άλλου, τότε προσβάλλει θεμελιώδη δικαίωμα. Επομένως, δεν πρόκειται για «σύγκρουση» δικαιωμάτων αλλά για προσβολή δικαιώματος. Εξάλλου προορισμός και αποστολή του δικαίου είναι να αίρει τις πραγματικές συγκρούσεις .
Συμπερασματικά, και όπως προκύπτει από τα παραδείγματα της νομολογίας, η σύγκρουση των δικαιωμάτων είναι πλασματική . Στο σύγχρονο κράτος δικαίου σύγκρουση δικαιωμάτων υπό νομική μεν έννοια δεν υφίσταται, υπό πραγματική δε έννοια υφίσταται. Το σύγχρονο δίκαιο αίρει τις τελευταίες. Ενώ η «σύγκρουση» των δικαιωμάτων υπό νομική έννοια αίρεται με την διακρίβωση του ποιος είναι αμυνόμενος και ποιος επιτιθέμενος. Το ζήτημα είναι η διακρίβωση του ποιος ασκεί νόμιμα το δικαίωμά του (αμυνόμενος) και ποιος έχει υπερβεί το όριο άσκησής του (επιτιθέμενος). Το μείζον θέμα της σύγκρουσης των δικαιωμάτων μοιάζει με μια ζυγαριά όπου πάνω της προσπαθούμε να ζυγίσουμε δύο ισοδύναμα άρθρα, δηλαδή δύο άρθρα ίδιων γραμμαρίων.
Ο Ιμμάνουελ Κάντ στις τελευταίες σελίδες του έργου του (Ανθρωπολογία), αναφέρει ότι ο χαρακτήρας του είδους, τέτοιος που φανερώνεται από την πείρα όλων των εποχών και σε όλους τους λαούς είναι ο ακόλουθος: Λαμβανόμενο συλλογικά υπόψη (ως το σύνολο του ανθρώπινου γένους), το είδος είναι μια μάζα προσώπων που υπάρχουν το ένα μετά το άλλο και το ένα δίπλα στο άλλο, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς την ειρηνική συνύπαρξη, παρά ταύτα όμως δεν μπορούν να αποφύγουν να βρίσκονται συνεχώς σε αντίθεση το ένα με το άλλο. Συνεπώς αισθάνονται υποχρεωμένα από την φύση να σχηματίζουν, ως αποτέλεσμα του αμοιβαίου εξαναγκασμού των νόμων που τα ίδια συνέταξαν, μια συμμαχία η οποία, απειλούμενη συνεχώς με διάλυση, αποτελεί πρόοδο στο γενικό επίπεδο. Το είδος συνιστά έτσι μια κοσμοπολίτικη κοινωνία (cosmopolitismus): μια ιδέα ανέφικτη καθεαυτήν, που δεν συνιστά μια συντακτική αρχή (που θα επέτρεπε να περιμένει κανείς μια ειρήνη που θα μπορούσε να διατηρηθεί εν μέσω των πιο δυναμικών δράσεων και αντιδράσεων των ανθρώπων) αλλά απλώς μια ρυθμιστική αρχή: αρκεί να την ακολουθήσει κανείς εφαρμόζοντάς την, ως προορισμό του ανθρώπινου γένους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί κανείς να υποθέσει την ύπαρξη μιας φυσικής τάσης προς την κατεύθυνση αυτή .
|