Περίληψη:
Με το Σύνταγμα 1975 το δικαίωμα στη συλλογική αυτονομία αποκτά συνταγματική περιωπή μέσω της κατοχύρωσής του στα άρθρα 22 και 23 Σ. Ρητά αναφέρεται στο άρθρο 22 Σ. Το άρθρο αυτό λόγω της ασαφούς του διατύπωσης δημιούργησε πρόβλημα οριοθέτησης του πεδίου δράσης της συλλογικής αυτονομίας έναντι του κρατικού παρεμβατισμού. Η Νομολογία δέχεται ότι ο νομοθέτης αποτελεί τον πρωταρχικό φορέα ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων αρκεί να αφήνει ένα ελεύθερο πεδίο στις συνδικαλιστικές οργανώσεις ώστε να μην οδηγηθούμε σε αποδυνάμωση θεσμού. Η θέση αυτή της Νομολογίας έγινε δεκτή από πλειάδα θεωρητικών. Ωστόσο η Νομολογία προχώρησε παραπέρα δίνοντας τη δυνατότητα στο νομοθέτη να ρυθμίσει αποκλειστικά τις εργασιακές σχέσεις αν λόγοι δημοσίου συμφέροντος το επιβάλλουν. Μέσω αυτής της δυνατότητας η Νομολογία επιστρέφει στη γνώριμη κοίτη της που δεν είναι άλλη από την παντοδυναμία του νομοθέτη που ίσχυε στην έννομη τάξη υπό το καθεστώς προϊσχύσαντος Συντάγματος. Το άρθρο 23 δεν δημιούργησε αντίστοιχα ερμηνευτικά προβλήματα. Μέσω αυτού προστατεύεται η συλλογική αυτονομία ως αναγκαία προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Και τα δύο αυτά άρθρα καθιερώνουν τη συλλογική αυτονομία ως δικαίωμα και ως θεσμό. Φορείς του δικαιώματος είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών. Αποδέκτες του δικαιώματος είναι η κρατική εξουσία και οι ιδιώτες. Συνεπώς, η συνεφαρμογή των δύο αυτών άρθρων δημιουργεί ένα επαρκές πλέγμα προστασίας της συλλογικής αυτονομίας και θέτει φραγμό στην παντοδυναμία του νόμου.
|