Περίληψη:
Δ. Συμπέρασμα – Περίληψη.
Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση και παρά την απόλυτη διατύπωση του αναθεωρημένου άρθρου 19 παρ.3 του Συντάγματος, φαίνεται πως ο κοινός νομοθέτης δεν προσανατολίστηκε στην εισαγωγή ποινικών κυρώσεων ούτε και δικονομικών για κάθε περίπτωση χρήσης παρανόμων κτηθεισών αποτυπώσεων, αλλά αντιθέτως εξακολούθησε να προβλέπει περιπτώσεις έστω και σε πιο περιορισμένη έκταση, άρσης του
αδίκου χαρακτήρα μιας τέτοιας χρήσης Απόλυτες απαγορεύσεις σαν κι\' αυτήν που εμφανίζεται να εισάγει το γράμμα του άρθρου 19 παρ.3 είναι ανίσχυρες στο μέτρο που οδηγούν σε λύσεις, οι οποίες δεν σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, όπως επιτάσσει το άρθρο 25 παρ. 1εδάφ. δ\' του Συντάγματος. Η νέα συνταγματική διάταξη του άρθρ.9 παρ.3 του Συντάγματος αποτελεί μεν τον κανόνα, επιδέχεται όμως και εξαιρέσεις, κυρίως στις περιπτώσεις της προστασίας του κατηγορουμένου, της προστασίας της ανθρώπινης αξίας, καθώς και της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας. Επομένως, η εισαγωγή στο Σύνταγμα του κανόνα της απαγόρευσης της χρήσης «παρανόμως» κτηθέντων αποδεικτικών μέσων μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει στην προστασία της ανθρώπινης αξίας, επομένως δεν καταργεί ούτε μειώνει την κανονιστική εμβέλεια της μη αναθεωρήσιμης διάταξης του άρθρου 2 παρ.1Σ. Όμως η καθιέρωση μιας απόλυτης απαγόρευσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις σε καταστρατήγηση του μη αναθεωρήσιμου χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 2 παρ.1Σ.
Tα δικαστήρια και η νομολογία εν γένει δέχτηκαν εξαιρέσεις από την απαγόρευση χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, συνήθως στις περιπτώσεις που αυτά αποσκοπούν στη βελτίωση της θέσης του κατηγορουμένου. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται για να παρακαμφθεί ο σκόπελος της νέας συνταγματικής ρύθμισης και να αξιοποιηθούν δικονομικά παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα στηρίζεται άλλοτε στην αξία του ανθρώπου, στη θεωρία των αποδεικτικών απαγορεύσεων, στη στάθμιση της προσωπικής ελευθερίας και ελευθερίας της επικοινωνίας και άλλοτε στην εφαρμογή γενικών διατάξεων και αρχών του Π.Κ Πάντως το ζήτημα της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων, όπως αυτά οριοθετούνται από τα άρθρα 19 παρ3, 9 και 9Α του Συντάγματος, είναι βέβαιον πως θα συνεχίσει να απασχολεί τον ελληνικό νομικό κόσμο και τη νομολογία καθώς το Σύνταγμα με την αναθεώρηση του μάλλον δυσχέρανε παρά ξεκαθάρισε με σαφήνεια τα πεδία μέσα στα οποία απαγορεύεται ή επιτρέπεται η χρήση των εν λόγω μέσων. Άρα ο νεοεισαχθείς με την Αναθεώρηση στο Σύνταγμα κανόνας της απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9,9Α και 19Σ. δεν είναι άτεγκτος και ούτε θα μπορούσε να υιοθετηθεί από τον αναθεωρητικό νομοθέτη κατά τρόπο άτεγκτο. Το συνταγματικό θεμέλιο για την κάμψη της απαγόρευσης που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 19 παρ.3Σ. θα πρέπει να αναζητηθεί στη μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1Σ., προσέχοντας πάντα τους περιορισμούς που απορρέουν από αυτή.
|