Περίληψη:
ΥΙ. Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας τις σκέψεις μας μπορούμε να πούμε ότι παρά το γεγονός της μη αναγνώρισης της νομολογίας ως τυπικής πηγής του δικαίου, η συμβολή της στη διάπλασή του είναι συνεχής και αδιαμφισβήτητη. Οι αρχές της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας του δικαστή και της λαϊκής κυριαρχίας συνηγορούν βεβαίως υπέρ της μη αποδοχής της δικαιοπαραγωγικής λειτουργίας του δικαστικού σώματος, αφού το Σύνταγμα και οι νόμοι έχουν σαφώς θέσει τα όρια των αρμοδιοτήτων των κρατικών οργάνων και έχουν προβλέψει την τυπική διαδικασία παραγωγής κανόνων δικαίου από το λαϊκώς νομιμοποιούμενο Κοινοβούλιο ή άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας κατόπιν ειδικής και συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Παρόλ’ αυτά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη σπουδαιότητα του έργου του δικαστή που ουσιαστικά δεν περιορίζεται στην απλή εφαρμογή του νόμου. Η επίλυση μιας διαφοράς και η λήψη μιας απόφασης δεν έρχεται αβίαστα με τον εντοπισμό του κανόνα δικαίου και την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτόν. Τούτο γίνεται εμφανές και πιο κατανοητό σε περιπτώσεις αόριστων νομικών εννοιών ή κενού του δικαίου. Εδώ ο δικαστής καλείται, όχι μόνο να εφαρμόσει αναλόγως υπάρχουσα σχετική διάταξη, αλλά επί της ουσίας να προσδιορίσει το περιεχόμενο των γενικών εwοιών ή να θέσει μια νέα ρύθμιση που θα καλύπτει την κατηγορία έwομων σχέσεων για την οποία το δίκαιο σιωπούσε. Το έργο, όμως, ακριβώς αυτό συνιστά δικαιοπλαστική λειτουργία του δικαστή .
18
Επιπρόσθετα, η τακτική να ακολουθούνται οι λύσεις που υπαγορεύει η πάγια νομολογία των ανώτερων δικαστηρίων καταδεικνύει τόσο το σεβασμό όσο και την πεποίθηση των λειτουργών των λοιπών δικαστηρίων ότι οι εκδοθείσες αποφάσεις ενέχουν κανονιστική δύναμη και ως εκ τούτου καθίστανται δεσμευτικές. Άλλωστε ,η πάγια νομολογία τονώνει το αίσθημα του δικαίου και της ασφάλειας των συναλλαγών στα οποία υπολογίζουν εύλογα οι πολίτες ενός ευνομούμενου κράτους.
Πάντως, η αναγνώριση ήδη από το Σύνταγμα και τον ΚΠολΔ της υπεροχής και δεσμευτικής ισχύος αποφάσεων του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου (άρθρα 100, 95 του Σ. & ΚΠολΔ 580, αντίστοιχα) μαρτυρά την αποδοχή της εξέχουσας σημασίας της νομολογίας των ανώτατων δικαστηρίων και τους αποδίδει κανονιστική δύναμη εφάμιλλη των παραδοσιακών πηγών δικαίου ,του νόμου και του εθίμου.
Τελικά ,προκειμένου να συνδυαστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι αρετές και τα μειονεκτήματα του νομολογιακού δικαίου, φρόνιμο είναι να αποφευχθεί η επίσημη αναγνώριση της νομολογίας ως πηγής του δικαίου ώστε, αφενός, να μην κλονιστούν θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματός μας και, αφετέρου ,να αποτραπεί η ενδεχόμενη αποτελμάτωση του δικαίου με την προσήλωση στα δικαστικά προηγούμενα. Αντιθέτως, ευπρόσδεκτα είναι το έθιμο που δύναται να δημιουργηθεί από την πάγια νομολογία, καθώς και η θέσπιση περαιτέρω διατάξεων που να προσδιορίζουν ειδικά και συγκεκριμένα τις δυνατότητες δικαιοπλαστικής εξουσίας των δικαστικών λειτουργών κατά την έκδοση των αποφάσεων.
|