Περίληψη:
Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση καταλήγουμε να συμφωνήσουμε με τη γενική παραδοχή ότι ο θεσμός της Αστυνομίας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνισταμένες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Από την άλλη πλευρά, τόσο η κατοχύρωση των συνταγματικών δικαιωμάτων των αστυνομικών οργάνων, όσο και οι περιορισμοί που τίθενται σε αυτά είναι δύο στοιχεία απολύτως απαραίτητα για να επιτευχθεί ορθά ο ρόλος τους και να πραγματωθεί το έργο τους. Χωρίς τα μεν (δικαιώματα) οδηγούμαστε στην καταστρατήγηση του Συντάγματος, ενώ χωρίς τους δε ( περιορισμούς), ακόμα και σε αυθαιρεσίες. Η αποστολή του θεσμού, καθώς και οι ειδικότερες λειτουργίες του πρέπει να καθορίζονται και να προσδιορίζονται, πάντοτε στο πλαίσιο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών. Εξάλλου, ο αστυνομικός, στις μέρες μας, δεν έχει να εκπληρώσει έναν άχαρο ρόλο εκτελώντας ψυχρά τις διαταγές, που του δίνονται για να εξυπηρετήσει κάποιες σκοπιμότητες. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος, ζώντας σε μια κοινωνία της σύγχρονης δομής και εξέλιξης, να συμπορεύεται με αυτήν και να λαμβάνει τα μηνύματα που προέρχονται από αυτήν. Για να κερδίσει, λοιπόν, τη συμπάθεια, τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη των πολιτών, πρέπει να υιοθετήσει μια υποδειγματική συμπεριφορά, γιατί ο ρόλος του είναι δισυπόστατος παρουσιάζοντας κάποια ιδιορρυθμία. Ο Αστυνομικός οφείλει να προστατεύει και να σέβεται την ζωή, την ανθρώπινη αξία, την τιμή, την περιουσία, τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των πολιτών και να εξασφαλίζει την τάξη και την ασφάλεια μέσα στα πλαίσια της κείμενης νομοθεσίας και ενόψει του ότι τη δυνατότητα άσκησης της αστυνομικής εξουσίας την αντλεί από τον ίδιο τον λαό (φορέα αυτής), αλλά συγχρόνως εμφανίζεται «εχθρός» και καταπιεστής κατά την εφαρμογή του Νόμου «έπ’ ωφελεία» του κοινωνικού συνόλου. Είναι το πρώτο σημείο επαφής μεταξύ του πολίτη και του Νόμου.
Και ενώ θεωρητικά οι θεσμοθετημένες σχέσεις πολίτη-Αστυνομίας - κοινωνίας και Αστυνομικού- πολίτη φαίνονται να είναι αρμονικά συνδεδεμένες σε ένα σύνολο συστήματος πληρότητας, στην καθημερινή πρακτική παρουσιάζονται αποκλίσεις και ανωμαλίες που δημιουργούν εκτεταμένα προβλήματα και τριγμούς με σοβαρές πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες προεκτάσεις.
Ειδικότερα, από πλευράς κοινωνίας, ο ρόλος και το έργο της Ελληνικής Αστυνομίας εξακολουθεί να αμφισβητείται κατά τρόπο αντιφατικό από τις κοινωνικές εκείνες ομάδες, οι οποίες εκ προοιμίου είναι αντίθετες με το ισχύον οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό σύστημα (περιθωριακοί, αναρχοαυτόνομοι κοκ.), όπως, επίσης, αμφισβητείται και από μέλη ομάδων κοινωνικά αποκλεισμένων ή ομάδων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και κατώτερων κοινωνικών και οικονομικών τάξεων. Έτσι, με δεδομένη αυτή την προκατάληψη για το ρόλο της ως κατασταλτικού μηχανισμού σε πρακτικές αντίθετες στο κοινό αίσθημα ή αμφίβολης ή ανύπαρκτης νομιμότητας η Αστυνομία αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί το αλεξικέραυνο της εκρηκτικής αντίδρασης της κοινής γνώμης έναντι της πολιτείας.
Εξάλλου, η κατά τα τελευταία έτη εισβολή στη Χώρα μας του οργανωμένου εγκλήματος και η έξαρση της εγκληματικότητας με την εμφάνιση μάλιστα καινοφανών προς την ελληνική κοινωνία εγκλημάτων, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα της Αστυνομίας στην πάταξη του εγκλήματος, μετατόπισαν την όποια αρνητική θέση και αμφισβήτηση των πολιτών σε βάρος Αστυνομίας στον τομέα αυτό, όπως έδειξαν νεώτερα διεξαχθείσες κοινωνιολογικές έρευνες και σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Επιπροσθέτως, τα αθρόα κρούσματα αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς και διαφθοράς Αστυνομικών ,σε όλες σχεδόν τις βαθμίδες, που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, η χρήση περιττής ή αδικαιολόγητης βίας και αντιδεολογικών μεθόδων, ο επιδεικνυόμενος «υπερβολικός ζήλος» σε υποθέσεις απλές ή «ρουτίνας» και η αδικαιολόγητη ή κακή χρήση των όπλων των Αστυνομικών σε ορισμένες περιπτώσεις, συνετέλεσαν στην επίταση της αρνητικής στάσης της κοινής γνώμης σε βάρος της Αστυνομίας.
Τα ανωτέρω περιστατικά, αν και μεμονωμένα και παρά τον αυστηρό κολασμό των υπευθύνων, ήταν ικανά να αμαυρώσουν την όλη εικόνα της Αστυνομίας και να επισκιάσουν το επιτελούμενο γόνιμο και δημιουργικό έργο στον κοινωνικό τομέα και τις επιτυχίες της στον αγώνα της κατά του εγκλήματος (λαθρεμπόριο όπλων, ναρκωτικών, εξαρθρώσεις σπειρών, κακοποιών κλπ.)και να ευαισθητοποιήσουν δυσμενώς την κοινή γνώμη σε βάρος της Αστυνομίας. Έτσι, η Αστυνομία έγινε δέκτης μιας γενικευμένης, υπέρμετρα διογκωμένης και διαστρεβλωμένης ενίοτε της αλήθειας, κριτικής από τα ΜΜΕ, συνήθως για λόγους εμπορευσιμότητας, τόσο για τη δράση, όσο και για τη μη δράση.
Αυτό, όμως, το γεγονός του αβασάνιστου κοινωνικού ελέγχου της Αστυνομίας και άδικο είναι, αλλά και επικίνδυνο, γιατί τέτοια περιστατικά δεν αποφεύγονται σε καμία Αστυνομία του κόσμου, ενώ απεναντίας η Αστυνομία για την αποτελεσματική εκπλήρωση της υψηλής αποστολής της, έχει ανάγκη τη συνεργασία του κοινού, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία της σημερινής μορφής με τους κινδύνους που την απειλούν, όπου η πάλη κατά του εγκλήματος είναι υπόθεση όλων και προπάντων της κοινωνίας.
Το ανησυχητικότερο όλων, όμως, είναι η συμπεριφορά της Πολιτείας προς την Ελληνική Αστυνομία, κρινόμενη ως μη αρμόζουσα και άδικη σε σχέση με τη σημαντική αποστολή που της έχει αναθέσει. Προεξέχουν κομματικός-πολιτικός εναγκαλισμός, αναξιοκρατία, μισθοί πενιχροί και συντάξεις, μισθολογικές αδικίες, συνδικαλιστικές διώξεις και διώξεις ή μεταθέσεις «σκοπιμότητας» προσωπικού, αναβλητικότητα αναμόρφωσης του αναχρονιστικού νομικού πλαισίου όσον αφορά την χρήση των όπλων, από ένα πλήθος άλλων χρονιζόντων ανικανοποίητων αιτημάτων, τα οποία προσδίδουν μια εικόνα αναξιοπρεπούς διαβίωσης, υποβιβασμού της προσωπικότητας και υπαλληλικής καταστάσεως των Αστυνομικών και εγκατάλειψης και αμέλειας από την Πολιτεία.
Ουδείς είναι διατεθειμένος να επιδοκιμάσει ή να ανεχθεί έστω οποιαδήποτε αυθαίρετη, καταχρηστική ή άστοχη συμπεριφορά Αστυνομικού, η οποία στρέφεται σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη και η οποία θα πρέπει να πατάσσεται παραδειγματικά. Όμως, μεμονωμένες περιπτώσεις και καταγγελίες σχετικές, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηρίσουν αρνητικά, ούτε και να αλλοιώσουν το δεδομένο δημοκρατικό προσανατολισμό της Αστυνομίας και των υπόλοιπων Αστυνομικών.
Για το λόγο αυτό, οι πάντες πρέπει να κατανοήσουν (πολιτεία, κοινό, ΜΜΕ, δικαιοσύνη κλπ.) ότι η Αστυνομία δεν είναι αυτόνομη. Οι ενέργειες της προσδιορίζονται και καθορίζονται από ένα σύνθετο νομικό, δεοντολογικό και πολιτικό πλαίσιο κανόνων, ενώ ιστορικά το πλαίσιο αυτό διεπόταν και από ισχυρά πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα. Οι δε Αστυνομικοί είναι και αυτοί άνθρωποι, εργαζόμενοι, πολίτες, κοινωνοί με τις ίδιες ανάγκες και δικαιώματα με αυτά των άλλων συνανθρώπων τους-πολιτών και έχουν την ανάγκη παντοειδούς στήριξης και συνεργασίας για την αποτελεσματική εκτέλεση του επίμοχθου, επικίνδυνου και πολυσχιδούς έργου τους, ιδιαίτερα στη σημερινή κοινωνία ,όπου κυριαρχείται από τη σύγκρουση συμφερόντων και την βία ως μέσου επίλυσης των διαφορών, όπου το οργανωμένο έγκλημα κατακτά όλο και μεγαλύτερο έδαφος και ο εγκληματίας γίνεται περισσότερο σύγχρονος και μεθοδικός.
Δεν είναι ίδιον ευνομούμενης και δημοκρατικής πολιτείας το οξύμωρο θέαμα που παρατηρείται κατ’ επανάληψη επί των ημερών μας, δηλαδή να διαδηλώνουν οι Αστυνομικοί κατά της πολιτικής εξουσίας για την επίλυση των δίκαιων αιτημάτων τους, των οποίων η ικανοποίηση θα συντελέσει τα μέγιστα στο να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στα καθήκοντα του λειτουργήματός τους.
Ο μετασχηματισμός, επομένως, της Αστυνομίας και η προς όφελος του πολίτη, λειτουργία της εξαρτάται και από τη μεταβολή και συγκρότηση των γενικότερων αντιλήψεων για την Αστυνομία σε όλη την κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, η διοίκηση πρέπει να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που οι υπάλληλοι της να έχουν εμπιστοσύνη σε αυτήν ότι θα τους αντιμετωπίζει με αντικειμενικά κριτήρια, δικαιοσύνη και ανθρωπισμό. Και είναι δυνατό να ικανοποιούνται ταυτόχρονα και οι επιθυμίες των υπαλλήλων και το υπηρεσιακό συμφέρον να εξυπηρετείται, αρκεί να καθιερωθεί και να εφαρμοσθεί σύστημα, που θα στηρίζεται πάνω σε αυτή την αντίληψη, Αποτελεί υποχρέωση για κάθε προϊστάμενο να ενδιαφέρεται για το προσωπικό του και να λαμβάνει υπόψη του τα προβλήματα που δημιουργούνται (ατομικά, οικονομικά, κοινωνικά) και να προσπαθεί να τα θεραπεύει κατά τον καλύτερο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται το υπηρεσιακό συμφέρον μέσα από την ανθρωποκεντρική αντίληψη στην οποία πρέπει να στηρίζεται και να λειτουργεί ο μηχανισμός αστυνόμευσης.
Από την άλλη μεριά, η πολιτεία οφείλει να επανεξετάσει και να επαναπροσδιορίσει το υφιστάμενο πλαίσιο με τη συμμετοχή, όμως, του κοινού, δηλαδή όλων των αρμόδιων κοινών φορέων και οργανώσεων. Οι άμεσες καθημερινές πρακτικές των πολιτών σε σχέση με το έργο και την ειδικότερη αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας, οφείλουν να αναπροσαρμοστούν και να τεθούν σε νέα πλαίσια διεργασιών, έτσι ώστε να αντανακλάται με σαφήνεια ο ρόλος και η ευθύνη τους απέναντι στα καθήκοντα και τους ρόλους που οι ίδιοι αναθέτουν στους αστυνομικούς. Σαφέστατα, η παραδοχή των σφαλμάτων και από τους δύο φορείς –πολίτες και τη ΕΛ.ΑΣ αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την γεφύρωση των πιθανών διαφορών, που ενυπάρχουν στη μεταξύ τους σχέση.
Σήμερα, η Πολιτεία, αλλά και η ίδια η Αστυνομία, ως αυτοδύναμος οργανισμός, οφείλει να ανανεώσει(και να ανανεώνει διαρκώς) στο ρόλο και στη δράση της την ηθική νομιμοποίηση της στην κοινωνία. Προς τούτο επιβάλλεται: i) Η αναβάθμιση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας. Η αποτελεσματικότητα στα ζητήματα ασφάλειας, νόμου και τάξεως, είναι ζωτικής σημασίας οπωσδήποτε, αλλά η επίτευξη της μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την δημοκρατικότητα. Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή και πρόνοιες σε επίπεδο τεχνολογικής άμυνας και διεθνούς νομικής και πολιτικής συνεργασίας.ii) Εκσυγχρονισμός των αστυνομικών μέσων και του τεχνολογικού εξοπλισμού και συντήρηση τους. Έγκυρα και αξιόπιστα εργαλεία, κατάλληλα και τις Ελληνικές συνθήκες δράσεως(τις γεωγραφικές, συγκοινωνιακές, κλιματολογικές, κοινωνικές ή κοινωνιολογικές και όλες τις άλλες). iii) Εκσυγχρονισμός στις διοικητικές δομές και εξευρωπαϊσμός των λειτουργικών διαρθρώσεων. Και iv) επικράτηση στην υπαλληλική σχέση και λειτουργία της αξιοκρατίας, της επαγγελματικής ευσυνειδησίας, του εύορκου της αποστολής, της επαγγελματικής αλληλεγγύης και συνεργασίας μεταξύ βαθμοφόρων και μη και της ιεραρχικής σχέσης και πειθαρχίας. Το τετράπτυχο ,επομένως, της σύγχρονης αστυνομίας θα πρέπει να είναι: «τεχνογνωσία, μεθοδικότητα, εξοπλισμός και εκπαίδευση (διαρκής)».
Συμπερασματικά, η σωστή αστυνόμευση οδηγεί σε κοινωνίες ασφαλείς, ήρεμες και ευνομούμενες. Οι πολίτες εμπιστεύονται τους κυβερνώντες και εξωτερικεύουν όλη τους την παραγωγικότητα και την συνεργασία με τη πολιτεία. Για το λόγο αυτό, η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης από τους υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας, μέσω της ενεργής τους δράσης, πρέπει να είναι στόχος και αυτοσκοπός όλων, εκφραζόμενος με θετικά διακείμενα συναισθήματα και έπ’ ουδενί με άνευ ουσίας αντιδράσεις.
Διαφορετικά η συνέχιση της αρνητικής στάσης από μέρους όλων σε βάρος της Αστυνομίας και θεώρηση της ως «αλεξικέραυνου» της εκρηκτικής αντίδρασης της κοινής γνώμης έναντι της Πολιτείας είναι δυνατόν να ενθαρρύνουν κρούσματα διαφθοράς, να οδηγήσουν σε παθητική αδράνεια των αστυνομικών, σε πρόωρη εθελούσια έξοδο των παλαιών από το Σώμα ή σε απροθυμία κατατάξεως νέων στην Αστυνομία, συνέπειες οι οποίες θα στιγματίσουν ανεπανόρθωτα την Ελληνική πολιτεία και κοινωνία.
|