Περίληψη:
Επίλογος.....
Έχει, πλέον εμπεδωθεί πως η στάθμιση της προστασίας του ιδιωτικού βίου με την ελευθερία της έκφρασης του Τύπου δεν είναι απλό ζήτημα και προκαλεί αρκετές δυσχέρειες όσον αφορά την εύρεση μιας ενδιάμεσης λύσης, μιας χρυσής τομής που να ικανοποιεί, όσο το δυνατόν περισσότερο, και τις δύο «αντιμαχόμενες» πλευρές. Όταν η αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων -ακόμα και ευαίσθητων, σε σπάνιες περιπτώσεις- από τον Τύπο, συμβαδίζει με τη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων, τότε δεν τίθεται θέμα συγκρούσεως συμφερόντων και συνεπώς, σταθμίσεως αυτών. Όταν, όμως, δεν υφίσταται τέτοια συναίνεση και η εισβολή στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και του απορρήτου είναι βαριά και εύκολα διαγνώσιμη, επέρχεται η στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων, κατά την οποία θα ληφθούν υπόψη τόσο η κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης και τα εξίσου κατοχυρωμένα δικαιώματα του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, όσο και το δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας, το δικαίωμα στον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο, η απαραβίαστη σφαίρα του απορρήτου, η θεμελιώδης αξία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ως επί το πλείστον, η στάθμιση δεν είναι διόλου εύκολη και τα πορίσματα δεν φαίνονται να ακολουθούν μία πάγια γραμμή. Αποφασιστικό παράγοντα συνιστά, δίχως αμφιβολία η ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του αναγνωστικού ή ραδιοτηλεοπτικού κοινού καθώς και η ύπαρξη δικαιολογημένου ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, τα οποία και αναλύθηκαν επαρκώς παραπάνω.
Το πρόβλημα της προστασίας δικαιολογημένου συμφέροντος έχει σημασία όχι μόνο για τα κατ’ ιδίαν άτομα, αλλά και για την όλη διαμόρφωση του δημοσίου βίου στο πλαίσιο του οποίου ο Τύπος κατέχει προέχουσα θέση. Απέναντι στη δικαιολογημένη αξίωση του ατόμου για προστασία από κάθε επέμβαση κατά του προσώπου, τίθεται το καθήκον του Τύπου να επεμβαίνει φέροντας στη δημοσιότητα και σχολιάζοντας άτοπα και κακώς κείμενα που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο ή μερίδα αυτού. Κατά την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, ενδέχεται να θιγούν πρόσωπα μέσω εκδηλώσεων του Τύπου, οι οποίες κατά τους ενδιαφερόμενους, δεν συνιστούν αντικειμενική έκθεση γεγονότων ή καταστάσεων, αλλά προσωπική επίθεση εναντίον του προσώπου τους. Στις περιπτώσεις που ο Τύπος, επικαλούμενος την προστασία δικαιολογημένου συμφέροντος, προβαίνει σε προσωπικές επιθέσεις κατά της ιδιωτικής σφαίρας τρίτων προσώπων, τίθεται από τη θεωρία το ερώτημα κατά πόσο ο Τύπος νομιμοποιείται να διαφυλάξει ξένα συμφέροντα. Άλλωστε, παρατηρείται το γεγονός, αφενός ο κύκλος των δημοσίων προσώπων να διευρύνεται και αφετέρου, να αναγνωρίζεται στα πρόσωπα αυτά ένας πυρήνας ιδιωτικότητας, που κανένα «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» δεν δικαιολογεί την προσβολή του.
Έτσι, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο που στο πλαίσιο του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένα ευρωπαϊκό δίκαιο ιδιωτικότητας. Πέρα από τη stricto sensu ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, στο επίκεντρο του νέου αυτού κλάδου βρίσκεται το δικαίωμα του καθενός να προβαίνει σε «ιδιωτικές» επιλογές ακόμα και στο δημόσιο χώρο. Φυσικά, η ιδιωτικότητα των μη δημοσίων προσώπων προστατεύεται πολύ αυστηρότερα από ότι η εκείνη των δημοσίων. Ωστόσο, τον χρυσό αυτό κανόνα τον αμβλύνει κάπως η τάση να διευρύνεται συνεχώς ο κύκλος των δημοσίων προσώπων, των προσώπων δηλαδή που, χωρίς αναγκαστικά να κατέχουν ούτε να διεκδικούν αιρετό αξίωμα και χωρίς να ασκούν κανένα δημόσιο λειτούργημα , θεωρείται ότι θα πρέπει να ανέχονται το αδιάκριτο μάτι των δημοσιογράφων και δη των paparazzi, και αυτό στο όνομα του δικαιώματος της ενημέρωσης του κοινού. Κατανοητή εν όψει της μεγάλης απήχησης που έχει το αίτημα για διαφάνεια και αξιοκρατία στη δημόσια ζωή όλων των σύγχρονων κοινωνιών, η συνεχής αυτή διεύρυνση του κύκλου των δημοσίων προσώπων ενέχει και προφανείς κινδύνους. Διαβλέποντας αυτούς ακριβώς τους κινδύνους, έχει αναγνωριστεί ένας πυρήνας ιδιωτικότητας και στα δημόσια πρόσωπα. Και από τη στιγμή που έγινε δεκτό ότι δεν αρκεί το κατώφλι του σπιτιού των τελευταίων για τη χάραξη των ακραίων ορίων αυτού του πυρήνα, το ζήτημα που τέθηκε είναι με ποια κριτήρια θα προσδιορίζεται κάθε φορά η ακριβής έκτασή του.
Το κριτήριο της «χωρικής απομόνωσης» των γερμανικών δικαστηρίων κρίθηκε απρόσφορο ως ρευστό και αόριστο από το ΕυρΔΔΑ. Το ίδιο και το είδος του εκφερόμενου λόγου, αφού η διάκριση ανάμεσα σε «πολιτικό λόγο» (που θα πρέπει να είναι ανεκτός) και σε «ψυχαγωγικό λόγο» (που δεν θα πρέπει) δεν είναι μόνο ασαφής αλλά και επικίνδυνη. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για το κριτήριο της «συζήτησης γενικού ενδιαφέροντος», που χρησιμοποίησε το ΕυρΔΔΑ για να καταδικάσει τη Γαλλία στην υπόθεση Plon και τη Γερμανία στην υπόθεση της πριγκίπισσας Καρολίνας. Διότι δεν χρειάζεται να προσφύγει κανείς στον Habermas για να αντιτάξει ότι αυτό που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης για τον έναν, δεν αποτελεί αναγκαστικά διακύβευμα και για τον άλλον και ότι ένα και το αυτό ζήτημα μπορεί μεν σήμερα να μην συζητείται, ενώ αύριο, χάριν προπάντων στην τηλεόραση, να εκτοξευθεί στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Το κριτήριο που απομένει είναι αυτό της «άσκησης των καθηκόντων» που χρησιμοποίησε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων για τις πρόσφατες τηλεοπτικές αποκαλύψεις στην Ελλάδα και που είχε ακολουθήσει παλαιότερα και το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου σε παρόμοια υπόθεση. Το κριτήριο αυτό είναι απρόσφορο για τα δημόσια πρόσωπα που δεν ασκούν δημόσιο λειτούργημα όπως παραδείγματος χάριν είναι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, οι ισχυροί επιχειρηματίες και οι πρωταθλητές, δεδομένου ότι η εξομοίωση της ιδιωτικής δράσης των τελευταίων με την άσκηση δημοσίων καθηκόντων θα ισοδυναμούσε με την κατάργηση της διάκρισης ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Βέβαια, το κριτήριο αυτό δεν είναι αυτονόητο ότι μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς διακρίσεις ούτε και στους stricto sensu δημόσιους λειτουργούς.
Εν κατακλείδι, το μοναδικό κριτήριο κατά τον Καθηγητή Ν.Κ. Αλιβιζάτο, το οποίο μπορεί να ισχύσει σε όλες κατ’ αρχήν τις περιπτώσεις σύγκρουσης ιδιωτικότητας και δημοσιοποίησης, δεν είναι άλλο από την κραυγαλέα αντινομία ανάμεσα στο δημόσιο λόγο ενός δημοσίου προσώπου και την ιδιωτική του συμπεριφορά, από την αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα που το ίδιο αυτό πρόσωπο θέλει ή αφήνει να «περάσει» στην κοινή γνώμη για τον εαυτό του και την πραγματική του κατάσταση. Χωρίς να είναι πρόδηλο ότι η εφαρμογή του σε κάθε περίπτωση είναι ευχερής, το κριτήριο αυτό σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, που ούτως ή άλλως δεσμεύει τον δικαστή, μπορεί να δώσει έναν σταθερό δείκτη για τη χάραξη των επιθυμητών ορίων, καθώς ανταποκρίνεται περισσότερο από κάθε άλλο σε ένα διάχυτο αίτημα της εποχής μας : το αίτημα για συνέπεια.
Και το αίτημα για συνέπεια δεν μπορεί παρά να ικανοποιηθεί με την αποτελεσματική στάθμιση συμφερόντων αντιτιθέμενων και αλληλοσυγκρουόμενων που, από τη μία πλευρά, θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη το θεμελιώδη ρόλο της ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία και από την άλλη, θα περιλαμβάνει και επαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες για να εμποδίσει οποιαδήποτε κατάχρηση και να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία του ιδιωτικού βίου, ακόμα και των δημοσίων προσώπων.
* *** *
|