Περίληψη:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο άρθρο 20 Σ αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην απόδειξη. Η πρόσβαση στα δικαστήρια είναι γράμμα κενό, χωρίς την ταυτόχρονη αναγνώριση του δικαιώματος απόδειξης των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Στο πλαίσιο όμως της αποδεικτικής διαδικασίας, η οποία ρυθμίζεται λεπτομερώς από τον κοινό νομοθέτη, παρουσιάζονται όχι σπάνια παρεκκλίσεις είτε από τη μεριά των αρμόδιων κρατικών οργάνων, είτε από τους ίδιους τους διαδίκους ή κατηγορουμένους. Το δικαίωμα προς απόδειξη είναι αυστηρά οριοθετημένο. Η παράβαση των σχετικών διατάξεων έχει τις προβλεπόμενες σε αυτές συνέπειες. Όταν όμως για την συντελεσθείσα παρανομία ο νόμος, σε επίπεδο δικονομικό, σιωπά, τότε ανακύπτει το ζήτημα της ενδεχόμενης επέκτασης των συνεπειών της παράβασης και σε δικονομικό επίπεδο υπό τη μορφή του ανίσχυρου των οικείων αποδεικτικών μέσων. Το πρόβλημα εντείνεται όταν η παρανομία εμφανίζεται ως προσβολή συνταγματικά αναγνωρισμένου δικαιώματος. Την νομολογία απασχόλησε ιδιαίτερα το ερώτημα ως προς την προσβολή της ιδιωτικής ζωής ή του απορρήτου της επικοινωνίας. Τα τελευταία χρόνια, σύγχρονα τεχνολογικά μέσα καθιστούν επιτακτική την ανάγκη παροχής αυξημένης προστασίας στα δικαιώματα αυτά. Έτσι, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 πρόσθεσε στο άρθρο 19 Σ την δεύτερη και τρίτη παράγραφο, η οποία ορίζει ότι μέσα που αποκτήθηκαν κατόπιν προσβολής της ιδιωτικής ζωής ή του απορρήτου της επικοινωνίας δεν γίνονται δεκτά στη δίκη σε καμία περίπτωση. Άλλοι θεωρούν ότι η διάταξη προστατεύει απολύτως την απόρρητη επικοινωνία και την ιδιωτική ζωή (19 παρ.3, 9, 9Α, 19 παρ.1β΄), ενώ από άλλους γίνεται δεκτή μία αυξημένη προστασία, όχι όμως με την έννοια της απολυτότητας. Η δεύτερη άποψη κρίνει ότι, κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται να προστατευθεί η ανθρώπινη αξία με βάση το άρθρο 2 Σ, τότε το απόρρητο επιβάλλεται να υποχωρήσει, γιατί το 2 Σ αποτελεί το μόνο απόλυτα προστατευόμενο δικαίωμα από το Σύνταγμά μας (και 110 Σ). Όλα τα άλλα επιδέχονται σταθμίσεις και εξαιρέσεις. Την τελευταία αυτή συλλογιστική ακολουθεί και η νομολογία τα τελευταία χρόνια, ενώ αρνούνται κατηγορηματικά όσοι δεν βλέπουν δυνατότητα ύπαρξης στο σώμα του Συντάγματος διατάξεων που, σε ουσιαστικό μόνο επίπεδο, υπερισχύουν των υπολοίπων.
|