Περίληψη:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η βασική διάκριση των δικαιωμάτων, την οποία εισήγαγε ο Έλληνας συντακτικός νομοθέτης το 1975, είναι σε «ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα». Τα ατομικά δικαιώματα βρίσκουν κατοχύρωση για πρώτη φορά σε ελληνικό συνταγματικό επίπεδο στο Σχέδιο του Ρήγα Φεραίου, στη συνέχεια στο Προσωρινό Σύνταγμα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας και μετά από σειρά Συνταγμάτων καταλήγουμε στην πλήρη κατοχύρωσή τους στο ισχύον Σύνταγμα 1975/1986/2001. Σύμφωνα με την παραδοσιακή τριπλή διάκριση των δικαιωμάτων, η οποία βασίζεται στη θεωρία των status, αυτά διακρίνονται σε ατομικά status negativus, πολιτικά status activus και κοινωνικά status positivus. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 η προστασία των δικαιωμάτων έγινε ακόμη πληρέστερη και μάλιστα στο άρθρο 25 επιτάσσεται ρητά όπως αυτά τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Σε διεθνές επίπεδο, τα δικαιώματα του ανθρώπου κατοχυρώνονται με πλήθος διεθνών συμβάσεων, από τις οποίες μια από τις σημαντικότερες είναι η ΕΣΔΑ. Στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο έχουμε το Χάρτη Των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο περιέχεται ένας πλήρης κατάλογος δικαιωμάτων. Τα δικαστικά όργανα τα οποία εξασφαλίζουν την έννομη προστασία των δικαιωμάτων αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το ΔΕΚ και το Πρωτοδικείο. Αναφορικά με το ζήτημα της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με τα εθνικά συντάγματα, το ΔΕΚ υποστηρίζει την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του πρώτου, ενώ κατά τη νομολογία του ΣτΕ, εφόσον δεν έχει θεσπισθεί ως υπερκείμενος κανόνας κοινό ευρωπαϊκό συνταγματικό κείμενο που να δεσμεύει τα κράτη μέλη, δεν είναι δυνατή η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με το συνταγματικό. Σε κάθε περίπτωση, επειδή σκοπός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι και η αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ορθό είναι να επιδιώκεται η αλληλοσυμπλήρωση κοινοτικής και εθνικής έννομης τάξης, προς την κατεύθυνση της οποίας σίγουρα σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η θέσπιση ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
|