Περίληψη:
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της ανάλυσής μας, συνοψίζουμε με λίγα λόγια κάποια βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε:
• Το άρθρο 20παρ.1 Σ βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τη δικαιοκρατική αρχή και την αρχή του κράτους δικαίου ενδυναμώνοντας τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
• Η παραπάνω διάταξη εισήχθη στα ελληνικά Συντάγματα από πολύ νωρίς και πλέον γίνεται ευρέως αποδεκτό ότι αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα και όχι απλά μια κατευθυντήρια προγραμματική αρχή. Εξάλλου, αποτελεί και θεμελιώδη δικονομική εγγύηση, αφού οριοθετεί το έργο του νομοθέτη και καθορίζει το ρόλο της δικαστικής εξουσίας.
• Η επιφύλαξη του νόμου που περιέχει επιτελεί ρυθμιστική λειτουργία και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φτάσει ως το σημείο να αναιρέσει το ίδιο το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.
• Τα δικαστήρια, ως αποδέκτες του δικαιώματος, οφείλουν να παίρνουν κάθε πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλισή του και να ερμηνεύουν με αυστηρό τρόπο τους περιορισμούς που ενδέχεται να υποστεί το δικαίωμα, και πάντα στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας.
• Οι ιδιαίτερες εκφάνσεις του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και οι πολλές πτυχές του, από τη μία εγγυώνται την σίγουρη προστασία του, ενώ από την άλλη ενδέχεται να παρερμηνευθούν και να οδηγήσουν σε ακύρωσή του.
• Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας συνιστά αναγκαίο όπλο του διοικουμένου για την προστασία των δικαιωμάτων του ενώπιον των δικαστηρίων αφού αυτό αποτελεί την αφετηρία για την δικαστική του διεκδίκηση. Το γεγονός αυτό, εξηγεί την τεράστια σημασία του στην έννομη τάξη καθώς επίσης και την διεθνή του αναγνώριση τόσο λόγω της θέσης του στα κείμενα Διεθνών Συνθηκών(ΕΣΔΑ), όσο και την λήψη υπόψη του από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια.
Εν κατακλείδι, οι βασικές θέσεις που αποτυπώσαμε αποτελούν το πλαίσιο, το οποίο πρέπει να έχουν ως γνώμονα τα όργανα της Πολιτείας για τη διαμόρφωση των επιλογών και της συμπεριφοράς τους ως προς την επίλυση επίμαχων ζητημάτων.
Οι θεωρητικές αναζητήσεις γύρω από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας μπορεί να εμπλουτίζουν το περιεχόμενό της, αλλά δεν φτάνουν στο σημείο να καθορίσουν απόλυτα και την εφαρμογή της στην πράξη, η οποία απασχολεί περισσότερο από κάθε τι κάθε ιστορική περίοδο και κάθε νομοθέτη.
|