Περίληψη:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, αν και δεν προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα αποτελεί κανόνα της εθνικής έννομης τάξης, υπερνομοθετικής ισχύος μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρ. 28 παρ. 1 Σ καθώς διατυπώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα. Από την ουσία του τεκμηρίου συνάγεται , ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί κατά βάση μόνο η ενοχή του κατηγορουμένου, στο μέτρο που η αθωότητά του τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί κανόνα που αφορά το περιεχόμενο και όχι το βάρος απόδειξης. Επίσης, ως προς τη νομική του φύση, αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου παρά γενική αρχή του δικαίου. Ισχυρό επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης αποτελεί και το γεγονός, ότι η παραβίασή του ως γενικής αρχής δεν θα έχει καμία συνέπεια. Αντίθετα η παραβίασή του ως δικαίωμα του κατηγορουμένου γεννά απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ.1περ.δΆ,ΚΠοινΔ. Προκειμένου να ισχύσει το τεκμήριο πρέπει να έχουμε μια δίκη σχετική με κάποιο έγκλημα. Αυτονόητο, βέβαια είναι ότι ο φορέας του τεκμηρίου φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Το τεκμήριο αθωότητας παύει να λειτουργεί από τη στιγμή που θα δημοσιευτεί καταδικαστική απόφαση. Το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει τα κρατικά όργανα τα οποία μετέχουν στην εκδίκαση μιας ποινικής δίκης ενώ παράλληλα αναπτύσσει τριτενέργεια στον ιδιωτικό χώρο, η οποία σήμερα πια αναγνωρίζεται ρητά από αναθεωρημένο άρθρο 25§1 του Συντάγματός μας.
Η πρώτη συνέπεια του τεκμηρίου αθωότητας είναι ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ότι είναι αθώος αλλά και ότι η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της δίκης δεν είναι απόδειξη της ενοχής του. Επιπρόσθετα, η αρχή in dubio pro reo αποτελεί μία από τις συνέπειες και αρχές στις οποίες αναλύεται το τεκμήριο αθωότητας. Από τις πιο σημαντικές συνέπειες είναι και η απαγόρευση επιβολής μέτρων τα οποία φέρουν το χαρακτήρα ποινής. Επίσης, συμφωνά με τη νομοθεσία, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Τέλος άμεση συνέπεια της ισχύος του τεκμηρίου μέχρι την απαγγελία της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης αποτελεί η καθιέρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ένδικων μέσων.
Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν καθιερώνονται ρητά από το ελληνικό σύνταγμα, αποτελούν ωστόσο εξειδίκευση του δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας, γιΆ αυτό και θεμελιώνονται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Η κατοχύρωση τους προκύπτει από τα διεθνή κείμενα που κατοχυρώνουν το τεκμήριο αθωότητα: σύμφωνα με την ΕΣΔΑ ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα πληροφόρησης της κατηγορίας με την οποία βαρύνεται, δικαίωμα διευκόλυνσης της προστασίας της υπεράσπισης, δυνατότητα να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του και δικαίωμα παράστασης με συνήγορο. Τέλος ο κατηγορούμενος δύναται να εξετάσει ή να ζητήσει την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας καθώς και να ζητήσει τη δωρεάν παράσταση διερμηνέα, εφόσον δεν κατανοεί την ελληνική γλώσσα.
|