Περίληψη:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 : ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι ιστορικέ καταβολές της αρχής της αναλογικότητας ανατρέχουν στην ελληνική αρχαιότητα, ιδίως στη διδασκαλία του Αριστοτέλη και άλλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπου διατυπώνεται και εξειδικεύεται για πρώτη φορά η εν λόγω αρχή. Στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο, ελληνική θεωρία και νομολογία αναφέρονται ρητά στην αρχή ιδίως μετά την απόφαση 2112/1984 του Στε που θεωρείται η γενέθλιος απόφαση. Στο άρθρο 25 1 εδ.δΆ του Συντάγματος ορίζεται ότι οι κάθε είδους περιορισμοί των δικαιωμάτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα και τους νόμους πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. ΕξΆ ορισμού η αναλογικότητα καταγράφεται ως έννοια συσχετίσεως δύο μεγεθών που εκφράζει και αποτυπώνει την ιδέα του <<μέτρου>>. Σχετίζεται με την αρχή της προσφορότητας, κατά την οποία πρόσφορο μέτρο είναι αυτό με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και με την αρχή της αναγκαιότητας, όπου αναγκαίο είναι το μέτρο, το οποίο μπορεί να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό όντας συνάμα το λιγότερο επαχθές για το θιγόμενο ιδιώτη. Η αρχή της αναλογικότητας δεσμεύει κάθε φορέα δημόσιας εξουσίας, δηλαδή τόσο τον νομοθέτη, όσο και τη διοίκηση, τον δικαστή και την αστυνομική αρχή. Τέλος, αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται, εκτός του Συντάγματος, στην ελληνική θεωρία και νομολογία, στην ΕΣΔΑ και στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
|