Περίληψη:
Η ισότητα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα με αμυντικό και προστατευτικό περιεχόμενο.
Ο νομοθέτης πρέπει να έχει υπόψη του τις δύο μορφές της ισότητας: την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την αρχή της μη διάκρισης. Η διοίκηση οφείλει να τις εφαρμόζει. Διαφορετικά οι ρυθμίσεις και οι ενέργειες κρίνονται αντισυνταγματικές από τη δικαιοσύνη.
Ο Άρειος Πάγος κατά πάγια τακτική υποστηρίζει ότι το άρθρο 80 παρ. 1 Σ είναι αυτό που περιέχει και την ευμενή ρύθμιση, την επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Υποστηρίζει ότι μόνο με την τελευταία αίρεται η αντισυνταγματική δημιουργηθείσα ανισότητα.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας υποστηρίζει ότι η επεκτατική εφαρμογή της ευνοϊκής ρύθμισης είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτη, διότι ο δικαστής επεμβαίνει στο έργο του νομοθέτη. (Άρθρο 26 Σ). Αργότερα το ΣτΕ υιοθέτησε, κατά περίπτωση, την επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας.
Το ΣτΕ φαίνεται ότι δίνει μεγαλύτερη έμφαση στους περιορισμούς του δικαστικού ελέγχου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ΑΠ είναι ελαστικός στην τυχόν αντισυνταγματικότητα του νόμου.
Κατά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος (2001), έγινε προσπάθεια να καταργηθεί η επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας, χωρίς αυτό να επιτευχθεί, διότι δεν έτυχε της αποδοχής των 180 βουλευτών που απαιτούσε η ψηφοφορία για την αναθεώρηση.
|