Περίληψη:
5. ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η ποινική σχέση ατόμου-κράτους αποτελεί μια ειδική κυριαρχική σχέση, από την οποία προκύπτουν περιορισμοί της ελευθερίας και γενικότερα των συνταγματικών δικαιωμάτων. Στο θεσμό της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται στο άρθρο 20 του Σ., αναδεικνύεται η αποκάλυψη της αλήθειας ως κεντρικός άξονας. Τα συνταγματικά δικαιώματα των διαφόρων παραγόντων της δίκης ασκούμενα στο θεσμό αυτό προσαρμόζονται θεσμικά.
Η προσωπική ασφάλεια προστατεύεται από το Σύνταγμα σε δύο φάσεις. Στην πρώτη ανήκει η προστασία από αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση. Στη δεύτερη ανήκουν οι εγγυήσεις που αφορούν την άσκηση της ποινικής κατηγορίας, την εκδίκαση, την επιβολή και την έκτιση της ποινής.
Το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, καθιερώνει δύο μερικότερες αρχές, την αρχή «κανένα έγκλημα χωρίς νόμο» και την αρχή «καμία ποινή χωρίς νόμο», που αποτελούν το θεμέλιο του ποινικού οικοδομήματος, και εξειδικεύουν διπλή ποινική προστασία-ασφάλεια δικαίου, για την διασφάλιση της προσωπικής ασφάλειας. Ο νόμος που προβλέπει ποινική κύρωση γι’ αυτήν, πρέπει να είναι γραπτός, ορισμένος, και να προϋφίσταται αυτής. Απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερου ποινικού νόμου.
Το Σύνταγμα προστατεύει το απόρρητο του μηνύματος (άρθρο 19 Σ.). Η ποινική νομοθεσία προβλέπει ποινικές ευθύνες των υπαλλήλων (ταχυδρομικών κ.λπ.) και άλλων προσώπων που παραβιάζουν το απόρρητο των επιστολών ή λαμβάνουν αθεμίτως γνώση άλλων μηνυμάτων (τηλεφωνημάτων κ.λπ.). Άρση του απορρήτου αυτού επιτρέπεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων.
Τέλος, ο συντακτικός νομοθέτης καθιερώνει το άσυλο της κατοικίας (άρθ. 9 Σ.). Έρευνα στην κατοικία επιτρέπεται στις περιπτώσεις και με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος (άρθρ. 253επ. ΚΠΔ). Οι παραβάτες της διατάξεως υπέχουν ευθύνες ποινικές, αστικές και πειθαρχικές.
|