Περίληψη:
Η Εκκλησία με όργανά της ασκεί δικαιοδοσία στα μέλη της και στους λειτουργούς της σε περιπτώσεις εκκλησιαστικών παραπτωμάτων, ιδρύοντας εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία απονέμουν εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Η δίκη που διεξάγεται σε αυτά ακολουθεί τα στάδια της προδικασίας, των αποδεικτικών μέσων, της κύριας διαδικασίας, των ενδίκων μέσων και της εκτέλεσης των αποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Γενικά, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια έχουν αποτελέσει σημείο αμφιλεγόμενο σχετικά με το αν προστατεύονται από το άρθρο 20 παρ.1 Σ που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Θεωρείται πως δεν ανήκουν στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης, αφού δεν είναι πραγματικά δικαστήρια μη πληρώντας τις προϋποθέσεις του νόμου για προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και για κρατικότητα των ελληνικών δικαστηρίων, αλλά συνιστούν πειθαρχικά συμβούλια, που αποτελούνται από τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς και τρίτα πρόσωπα. Οι ποινές που μπορούν να επιβάλλουν διακρίνονται σε πνευματικής φύσης, που είναι μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις, και σε διοικητικής φύσης, που είναι εκτελεστές και προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τέλος, κατά το άρθρο 8 του Σ για την αρχή του νόμιμου δικαστή τα εκκλησιαστικά δικαστήρια συνιστούν δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας, που δεν αποτελούν στέρηση του νόμιμου δικαστή και είναι συνταγματικά, εφόσον χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αντικειμενικότητα.
|