Περίληψη:
Το ζήτημα της νομικής στάθμισης των συνταγματικών δικαιωμάτων, που έχει απασχολήσει αισθητά τόσο την ελληνική θεωρία όσο και τη νομολογία, βγαίνει στην επιφάνεια λόγω της επικρατούσας διχογνωμίας σχετικά με την αποδοχή ή μη της σύγκρουσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έχοντας τη βάση της στην αποδοχή της αντίστοιχης θεωρίας της σύγκρουσης των δικαιωμάτων, στοχεύει στην ειρηνική συμβίωση και εναρμόνιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων των κοινωνών του δικαίου. Η νομική σύγκρουση δικαιωμάτων, στην ελληνική έννομη τάξη, με την έννοια ότι συγκρούονται δυο δικαιώματα που ασκούνται με νόμιμο τρόπο, δεν υφίσταται. Αποτέλεσμα της μη παραδοχής της σύγκρουσης είναι η μέθοδος της στάθμισης δικαιωμάτων να στερείται περιεχομένου και να εμφαίνεται προβληματική ακόμη και στην περίπτωση αποδοχής της ύπαρξής της. Δικαιολογητική βάση της προαναφερόμενης κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι αυτή (η στάθμιση) αποβλέπει στην ad hoc προτίμηση της μίας έναντι της άλλης συνταγματικής διάταξης, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών δικαιωμάτων, πλήττοντάς τη.
Εν κατακλείδι, η έλλειψη γενικών, αντικειμενικών κριτηρίων πιστοποιεί την ανυπαρξία μιας «μανιέρας» έτοιμων λύσεων για έκαστη περίπτωση - κατηγορία συγκρούσεων. Ως απόρροια αυτού, η επιστήμη καλείται να εφαρμόζει το δίκαιο, ανά περίπτωση, με βάση τις ατομικές συνθήκες, προσπαθώντας να διαχωρίζει τις πραγματικές από τις εικονικές συγκρούσεις, με γνώμονα και οδηγό της, τις αρχές του Συντάγματος.
|