Περίληψη:
Σε μια παραδοσιακή σχηματοποίηση ο θεσμός της «ελεύθερης εντολής» συνδέεται άρρηκτα με τον θεσμό του «Αντιπροσωπευτικού συστήματος», την Αρχή της αντι¬προ¬σώ¬πευ¬σης και την Αποδοχή του Δυϊσμού Κράτους και Κοινωνίας. Δεσμευτική Νομική αναγνώριση έχει λάβει η Αρχή της «Ελεύθερης Εντολής» στο θετό Συνταγματικό μας Δίκαιο με τα άρθρα 51 παρ. 2 και 60 παρ. 1 και 2. Τα άρθρα όμως αυτά είναι ήσσονος σημασίας έναντι της ανώτατης, πρωτογενούς και ανυπερβλήτως καθοριστικής Αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας, που καθιερούται εμβληματικά με τα άρθρα 1, παρ. 2 και 3 καθώς και 52 του Συντάγματος. Κατ’ αντιστοιχία των αρχών αυτών είναι επιβεβλημένη η Αποδοχή της «δε¬σμευ¬τικής εντολής», με σημείο αναφοράς την Λαϊκή θέληση και την κατί¬σχυση της Λαϊκής Κυριαρχίας. Η αντινομία μεταξύ των άνω αρχών κλίνει μετά την πρόσφατη Συνταγματική Αναθεώρηση υπέρ της «Δεσμευτικής Εντολής», αφού μετά την χω¬ρήσασα ευρέως συνταγματικοποίηση της Κομματικής Δημοκρατίας θεσμοθετείται ένα μέσο επίπεδο συγκε¬κρι¬με¬νο¬ποίησης της λαϊκής θέλησης, το οποίο θέτει ουσιαστικούς φραγμούς στην απόλυτη αυτονομία των Βουλευτών. Άλλωστε η πρόκριση υπέρ της Δημοκρατίας των Πολιτών, συν¬τε¬λου¬μένη με την ενσωμάτωση στο Πολιτειακό μας Σύστημα Δ第¬μο¬ψηφισματικών στοιχείων, ενισχύει την πρόκριση υπέρ δεσμευτικής, με σημείο αναφοράς προς την λαϊκή θέληση, εντολής.
|