Περίληψη:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η αρχή της αναλογικότητας, χρήσιμο εργαλείο της σύγχρονης νομικής επιστήμης κατοχυρώθηκε συνταγματικά το 2001. [Σ25 §1 εδ.δ΄], δεσμεύοντας Νομοθεσία, Διοίκηση και Δικαστή κατά τη δράση τους. Η ιστορική γένεσή της ανατρέχει στην ελληνική αρχαιότητα, ενώ συναντάται και στη μαθηματική επιστήμη, για να αποκτήσει την πάγια μορφή της κατα τον σχηματισμό του Φιλελεύθερου κράτους σε Κοινωνικό, οπότε η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν επιτακτική για την τοποθέτηση φραγμών στην μέχρι τοτε ανεξέλεγκτη κρατική επέμβαση. Η έννοιά της περιλαμβάνει την αναλογία των μέσων προς τους νόμιμους κρατικούς σκοπούς και την υπάρχουσα πραγματική κατάσταση. Συστατικά της: η αναγκαιότητα επιτάσσει το λαμβανόμενο μέτρο να υπαγορεύεται από την ύπαρξη δημόσιου συμφέροντος, η καταλληλότητα (ή αποτελεσματικότητα) σημαίνει τη συμβολή στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και η αναλογικότητα υπό στενή έννοια (ή ορθολογικότητα) με την οποία αναζητείται η ορθή σχέση μεταξύ μέσου και σκοπού. Πριν από την αποτύπωσή της στο Σύνταγμα, προσπάθειες θεμελίωσής της στηρίζονται διαζευκτικά στην αρχή του κράτους δικαίου, την ιδέα της δικαιοσύνης ή στο σύνολο των ατομικών ελευθεριών. Εφαρμόζεται στα πλαίσια Δημόσιου, Ιδιωτικού και Δικονομικού Δικαίου, ενώ διακρίνεται από διάφορες παρεμφερείς αρχές, όπως την αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου και την αρχή της πρακτικής αρμονίας. Ο καθολικός της χαρακτήρας βρίσκει την εφαρμογή του και στο ποινικό δίκαιο, με την επιβολή των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού στην ποινική, πρωτίστως, προδικασία , δεσμεύοντας τόσο τον δικονομικό νομοθέτη, όσο και τα διωκτικά όργανα και τα ποινικά δικαστήρια . Τιθέμενη στην κορυφή της ιεραρχίας των νομικών κανόνων, η αρχή της αναλογικότητας, επιτάσσει τη σύμφωνη με την ερμηνεία όλων των διατάξεων της κοινης νομοθεσίας που θεσπίζουν περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων,είτε σε επίπεδο εθνικό, είτε και σε επίπεδο ευρωπαϊκό, αφού μετά την νέα συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 25 παρ. 1 και σύμφωνα και με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο , είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εθνικού και ευρωπαϊκού συνταγματικού δικαίου.
|