Περίληψη:
Καταρχήν αυτό που είναι αναγκαίο να σημειωθεί αλλά και να τονιστεί είναι η διάκριση του Συντάγματος σε ουσιαστικό-τυπικό,ήπιο-αυστηρό και γραπτό-άγραφο.Ο ορισμός του Συνταγματικού δικαίου ως συνόλου κανόνων και αρχών δικαίου,ο οποίος παρατέθηκε και στην αρχή της εργασίας είναι και ορισμός του <<ουσιαστικού Συντάγματος>>.Ουσιαστικό Σύνταγμα είναι συνεπώς κάθε κανόνας και αρχή δικαίου που αναφέρεται στην κρατική εξουσία και στην άσκησή της,ανεξάρτητα από τη μορφή που περιβάλλεται.Αντιθέτως <<τυπικό Σύνταγμα>> είναι ο γραπτός και θεμελιώδης νόμος του κράτους,ο οποίος τοποθετείται στην κορυφή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου.Το τυπικό Σύνταγμα είναι συνήθως <<αυστηρό>> δηλαδή άκαμπτο, διότι η αναθεώρηση του συγκεκριμένου Συντάγματος δεν γίνεται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,αλλά από ειδικό αναθεωρητικό όργανο και με ειδική διαδικασία.Το αντίθετο του αυστηρού Συντάγματος είναι το <<ήπιο>> Σύνταγμα,το οποίο αποκαλείται και <<ελαστικό>>.Το σύνταγμα αυτό αναθεωρείται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία με αποτέλεσμα να κλονίζεται η αυξημένη τυπική ισχύς του.Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η διάκριση των συνταγμάτων σε ήπια και αυστηρά δεν είναι δυνατή,διότι Συντάγματα με τη νομική έννοια του όρου είναι μόνο τα αυστηρά.Όσον αφορά τη Τρίτη διάκριση αυτή συνίσταται μεταξύ γραπτού και άγραφου Συντάγματος.Το γραπτό Σύνταγμα θεσπίζεται σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή από τη συντακτική εξουσία,ενώ άγραφο είναι το<<Σύνταγμα>> που αποτελείται αποκλειστικά ή έστω κυρίως από εθιμικούς κανόνες,στηριζόμενους στη μακρόχρονη εφαρμογή τους.Τέλος τα εθιμικά Συντάγματα είναι ήπια και τα γραπτά είναι αυστηρά.Ωστόσο η αντιστοιχία αυτή δεν είναι απόλυτη,γιατί από τη μια μεριά υπάρχουν και γραπτά Συντάγματα που είναι ήπια και από την άλλη,ορισμένα εθιμικά Συντάγματα μπορούν να είναι και αυστηρά.
|