Περίληψη:
Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 17 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι “η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους”. Σύμφωνα με την έως τώρα νομολογία η προστατευόμενη έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνει μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα και όχι τα ενοχικά δικαιώματα και τα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (πρόκειται για εννοιολογικό προσδιορισμό της έννοιας της ιδιοκτησίας).
Η κατοχύρωση της προστασίας της ιδιοκτησίας στο αρ. 17 του Σ. περιλαμβάνει τις ελευθερίες διατήρησης, συντήρησης, χρήσης και κάρπωσης και διάθεσης του αντικειμένου της ιδιοκτησίας.
Φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είναι τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου). Περιορισμοί μπορούν να τεθούν ως προς τους αλλοδαπούς, όταν πρόκειται για απόκτηση ακινήτου σε “παραμεθόρια περιοχή”.
Η ιδιοκτησία, όπως όλα τα συνταγματικά δικαιώματα, έχει αμυντικό και προστατευτικό περιεχόμενο. Ως προς το αμυντικό, παρουσιάζεται ως εξουσία άμεση και απόλυτη, που σημαίνει ότι μεταξύ του ιδιοκτήτη και του ακινήτου δεν παρεμβάλλεται η βούληση άλλου προσώπου, αλλά και ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ενεργήσει κατά παντός που παρεμποδίζει την εξουσία του πάνω στο ακίνητο. Το προστατευτικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας στρέφεται προς το κράτος και αξιώνει από αυτό όχι μόνο να σέβεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά και να το προστατεύει.
Η ιδιοκτησία, στη σύγχρονη έννομη τάξη του κοινωνικού ανθρωπισμού, δεν είναι απεριόριστη. Η εξουσία αυτή του ατόμου πάνω στα πράγματα δεν επιτρεπεται να οδηγεί στην κυριαρχία του σε άλλους ανθρώπους. Στο αρ. 17 παρ. 1 του Σ υπάρχει η ρητή επιφύλαξη του γενικού συμφέροντος : “...τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος...”. Εδώ θεμελιώνεται η κοινωνική δέσμευση της ιδιοκτησίας από την οποία προκύπτουν διάφοροι περιορισμοί. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, είναι θεμιτή η στέρηση της ιδιοκτησίας ή η απαγόρευση δόμησης οικοπέδου ή καλλιέργειας αγρού, για δημόσια ωφέλεια, αφού βέβαια προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, όπως ορίζει το αρ. 17 παρ. 2 του Σ, αναφερόμενο στην αναγκαστική απαλλοτρίωση.
Άλλοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας είναι οι περιορισμοί δόμησης π.χ. σχετικά με τον αριθμό των ορόφων ή το ανώτατο ύψος κλπ. Οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από το νόμο και μεταβάλλονται τοπικά και χρονικά, εκφράζοντας ταυτόχρονα και τη μεταβλητικότητα της ιδιοκτησίας.
Παλαιότερα, η ιδιοκτησία είχε ατομικιστικό και αντικοινωνικό περιεχόμενο, γεγονός που εμπόδιζε την πολιτεία να επέμβει και να διευθετήσει τη γη υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Η σύγχρονη, όμως, αντίληψη της ιδιοκτησίας ως κοινωνικής λειτουργίας, που καθιερώνεται και στο Σ, επιδρά ευνοικά και στον πολεοδομικό σχεδιασμό κάνοντας ευκολότερη την επέμβαση της Πολιτείας για διευθέτηση της γης υπέρ του κοινωνικού συνόλου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η αναφερόμενη στο “πολεοδομικό κεκτημένο” νομολογία του ΣτΕ, κατά την οποία ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τις πολεοδομικές διατάξεις μόνο προς την κατεύθυνση της ακόμη περισσότερης προστασίας του περιβάλλοντος και εξασφάλισης ευννοικότερων συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Η αντίληψη αυτή απορρέει από το αρ. 24 του Σ., όπου γίνεται λόγος για την προστασία του φυσικού και πολιστικού περιβάλλοντος και προς το σκοπό της οποίας είναι θεμιτοί θεσπιζόμενοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας.
Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας προυποθέτει ιδιοκτησία που αποκτήθηκε νόμιμα. Για το λόγο αυτό, έλλειψη προϋπόθεσης που απαιτεί ο ν. 1577/85ΓΟΚ κατά την κατασκευή ενός κτίσματος, χαρακτηρίζει αυτό ως αυθαίρετο. Ο χαρακτηρισμός κτίσματος ως αυθαιρέτου, δεν αντίκειται στο αρ.17 του Σ., εφόσον αυτός δεν εξαφανίζει ούτε αδρανοποιεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε σχέση με τον προορισμό της. Ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί θεμιτό περιορισμό της ιδιοκτησίας που επιβάλλεται από τις πολεοδομικές διατάξεις για την εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, δηλ. της προστασίας του περιβάλλοντος και της αισθητικής των οικισμών.
Η κατασκευή που έχει ανεγερθεί χωρίς οικοδομική άδεια ή καθ’υπέρβαση της άδειας, αρκεί για τον χαρακτηρισμό της ως αυθαίρετης και συνεπώς για την κατεδάφισή της. Δυνατή βέβαια είναι και η εξαίρεση καυασκευής από την κατεδάφιση, υπό ορισμένες προυποθέσεις όπως η ένταξη αυθαιρέτων σε πολεοδομικά σχέδια ή η εντός σχεδίων πόλεων ανέγερση αυθαιρέτων προ του 1923 κλπ.
Οι αυθαίρετες κατασκευές, οπουδήποτε και αν βρίσκονατι εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, σε δομήσιμους ή μη δομήσιμους χώρους, έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς του αρ. 24 του Σ, εφόσον εμποδίζουν την ορθολογική ανάπτυξη και το σχεδιασμό των περιοχών της χώρας και καθιστούν δυσμενέστερους τους όρους διαβίωσης των πολιτών.
Οι επιπτώσεις της αυθαίρετης δόμησης είναι δυσμενείς όχι μόνο για το περιβάλλον, που κακοποιείται βάναυσα εμποδίζοντας και την ορθολογική ανάπτυξη του σχεδιασμού αλλά και για την δημιουργία ενός περιβάλλοντος κατάλληλου για άνετη και δημιουργική διαβίωση των ανθρώπων. Για την καταπολέμηση της αυθαίρετης δόμησης, έχουν θεσπιστεί, εκτός από την επιβολή προστίμου και την κατεδάφιση, και άλλες κυρώσεις, αστικές και ποινικές.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο αρ.17 του Σ, προστατεύεται ως θεσμός αλλά και ως υποκειμενικό δικαίωμα με απόλυτη ενέργεια, που στρέφεται τόσο κατά του κράτους όσο και έναντιον κάθε ιδιωτικής εξουσίας. Προυπόθεση, όμως, της συνταγματικής προστασίας είναι η νόμιμη απόκτηση της ιδιοκτησίας. Δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, η εξουσία αυτή του ατόμου πάνω στο πράγμα να μετατρέπεται σε εξουσία πάνω σε άτομα ή να ασκείται σε βάρος του γενικού ή δημοσίου συμφέροντος. Άλλωστε, η εξουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, όπως και όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων, σταματά εκεί που ξεκινούν τα δικαιώματα των άλλων και εκεί που ορίζει το Σύνταγμα. Κάθε περιορισμός προς το σκοπό διαφύλαξης τόσο των δικαιωμάτων των άλλων όσο και του γενικού συμφέροντος είναι, συνεπώς, θεμιτός.
|