Περίληψη:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το ζήτημα των παράνομων αποδεικτικών μέσων και της χρήσης αυτών ενώπιον των δικαστηρίων, ποινικών και πολιτικών, είναι πολυδιάστατο και δυσθεώρητο. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 και συγκεκριμένα του αρθρ.19 παρ. 3 που αναφέρει ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου αυτού, το οποίο προστατεύει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, αλλά και των άρθρων 9 και 9Α, τα οποία αντίστοιχα προστατεύουν μεν το πρώτο το απαραβίαστο της οικογενειακής ζωής του ατόμου και δε το δεύτερο τον καθένα από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, φαίνεται με μια πρώτη ερμηνεία να θεσπίζεται μια απόλυτη και απαρέγκλιτη απαγόρευση χρήσης των μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων αυτών. Εκτός δηλαδή από την εξαίρεση του αρθ.19 παρ1 εδαφΒ όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο (των επιστολών) για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση συνάγεται μέσω της γραμματικής ερμηνείας των ανωτέρω άρθρων ότι η χρήση και επίκληση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων καθίσταται αδύνατη. Όπως όμως θα δούμε και στο περιεχόμενο της εργασίας δε φαίνεται ούτε ο κοινός νομοθέτης αλλά ούτε και τα δικαστήρια της ουσίας και επομένως και η νομολογία, ούτε όμως και η Αρχή Προστασίας Ευαίσθητων Προσωπικών Δεδομένων να αποδέχονται την απόλυτη και άτεγκτη απαγόρευση της χρήσης των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Αντίθετα ενώ η στάση τους μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος έγινε πιο αυστηρή ως προς τη χρήση των μέσων αυτών, αναγνωρίζουν την δυνατότητα κάμψης της απόλυτης αυτής απαγόρευσης όταν η χρήση αυτή γίνεται για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, που χωρίς τα αποδεικτικά αυτά μέσα θα ήταν αδύνατη, ή γενικότερα για την καλυτέρευση της θέσης του. Η νομική θεμελίωση της άρσης της απόλυτης απαγόρευσης θα επιχειρηθεί στα πλαίσια της συγγραφής της προκείμενης εργασίας.
|