Περίληψη:
Αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι η έννοια του γενικού συμφέροντος και πως αυτή εκφράζεται μέσα στο συνταγματικό κείμενο και με ποιο τρόπο το περιεχόμενό της έννοιας αυτής καθορίζεται στις αποφάσεις της ελληνικής νομολογίας. Συγκεκριμένα θα μας απασχολήσει το ζήτημα αν το γενικό συμφέρον μπορεί να περιορίσει τα συνταγματικά δικαιώματα. και σε ποια έκταση.
Πιο συγκεκριμένα, στην εισαγωγή θα οριστεί η έννοια του γενικού συμφέροντος και στη συνέχεια θα αναφερθούν τα άρθρα του Συντάγματος στα οποία γίνεται ρητή αναφορά στην έννοια του γενικού συμφέροντος και στις παραπλήσιες εκφράσεις (όπως δημόσιο συμφέρον) και στο τέλος της εισαγωγής θα εξηγηθεί γιατί η έννοια του γενικού συμφέροντος είναι μία έννοια ιδεολογικά φορτισμένη.
Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούν οι νομολογιακές χρήσεις της έννοιας του γενικού συμφέροντος και πιο συγκεκριμένα θα προσδιοριστεί το πεδίο προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, της οικονομικής ελευθερίας και της προστασίας των δημόσιων δασικών εκτάσεων με κριτήριο την έννοια του γενικού συμφέροντος και μετά θα εξηγήσουμε πως χαλαρώνει το προστατευτικό πεδίο των συνταγματικών δικαιωμάτων όταν γίνεται επίκληση της έννοιας του γενικού συμφέροντος. Έτσι, πρώτα θα μιλήσουμε για τη χαλάρωση του προστατευτικού πεδίου της προσωπικής ελευθερίας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας κινήσεως με γνώμονα το γενικό συμφέρον. Ύστερα, θα αναφερθούμε στη χαλάρωση της προστασίας της ελευθερίας της γνώμης και του τύπου και στο δραστικό περιορισμό του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης. Τέλος, θα μιλήσουμε για τη σχέση ανάμεσα στην έννοια του γενικού συμφέροντος και στη συνταγματική αρχή της ισότητας.
Στο δεύτερο μέρος, θα προσπαθήσουμε να συνάγουμε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τη μελέτη που προηγήθηκε. Έτσι, άλλοτε γίνεται επίκληση του γενικού συμφέροντος ως ερμηνευτικής υπεκφυγής ενώ άλλοτε το γενικό συμφέρον εμφανίζεται ως αιτιολογία της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας ενώ άλλες φορές το γενικό συμφέρον σχετίζεται με την αναλογικότητα των νομοθετικών επιλογών και την ένταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
|