Περίληψη:
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά την εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων δημιουργούνται αντιθέσεις, που σύμφωνα με την -ακόμη κρατούσα σε επιστήμη και νομολογία- κλασική, ατομιστική, συνταγματική θεωρία συνιστούν νομικές συγκρούσεις δικαιωμάτων. Για την άρση τους έχει προταθεί η χρησιμοποίηση κριτηρίων συναγόμενων από τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, που στο ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνεται ρητά στο α. 25§1εδ.δ’. Στα πλαίσια αυτής χωρεί συνήθως στάθμιση των εκάστοτε συγκρουόμενων νομικών μεγεθών, με αποτέλεσμα την in concreto υπερίσχυση του ενός, εκείνου που θα κριθεί από τον εφαρμοστή του δικαίου ως άξιο προστασίας, σε βάρος του άλλου. Άλλοτε πάλι γίνεται αφηρημένη αναφορά στην ανάγκη πρακτικής εναρμόνισής τους. Καμιά όμως από τις ανωτέρω μεθόδους δεν ακολουθεί επιστημονικά, προκαθορισμένα με γενικότητα, αντικειμενικά κριτήρια, με αποτέλεσμα ο εφαρμοστής του νόμου να έχει υπερβολικά μεγάλη ελευθερία δράσης. Έτσι γεννάται ανασφάλεια δικαίου και παρέχεται έδαφος στην αυθαιρεσία. Μόνη επιστημονική μέθοδος επίλυσης των πραγματικών αντιπαραθέσεων στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνικής ανθρωπιστικής έννομης τάξης είναι αυτή της «θεσμικής εφαρμογής» τους, που ακολουθεί το ασφαλές μονοπάτι της νομικής υπαγωγής και του δικανικού συλλογισμού. Η νέα αυτή μέθοδος που νομολογιακά είναι αποτυπωμένη μόνο σε ελάχιστες -δυστυχώς- μέχρι σήμερα αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου κερδίζει έδαφος σταδιακά και δείχνει πληρέστερη και ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μέλλοντος• και το μέλλον των συνταγματικών δικαιωμάτων, ως εκ της «φύσεως του πράγματος», βρίσκεται στην εφαρμογή-προσαρμογή τους εντός των ολοένα αυξανόμενων συνταγματικά κατοχυρωμένων θεσμών, δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου.
|