Περίληψη:
Το Σύνταγμά μας καθιερώνει ρητά, με τα άρθρα 26 § 3 και 87 § 1, κατά κύριο λόγο την ανάγκη ανεξαρτησίας των δικαστών κατά τη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής τους κρίσης. Η ανεξαρτησία αυτή διακρίνεται σε δύο μορφές : τη λειτουργική (ή ουσιαστική) και την προσωπική. Η λειτουργική ανεξαρτησία αναφέρεται στις σχέσεις της δικαστικής με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία και αποδεσμεύει το δικαιοδοτικό όργανο από την αποδοχή οδηγιών από τα όργανα των δύο άλλων εξουσιών. Η προσωπική ανεξαρτησία συνίσταται στην κατοχύρωση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών ώστε να διασφαλίζεται και η λειτουργική τους ανεξαρτησία. Φορείς της δικαστικής ανεξαρτησίας δεν είναι μόνο τα πρόσωπα εκείνα που συγκροτούν τα τακτικά δικαστήρια αλλά και τα μέλη του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, τα οποία έχουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού καθώς επίσης και οι και οι λειτουργοί της λεγόμενης «ορθής» δικαιοσύνης (εισαγγελείς πρωτοδικών, εισαγγελείς εφετών κ.ο.κ) κατά την κρατούσα νομολογία και με τελολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Τόσο η προσωπική όσο και η λειτουργική ανεξαρτησία εξασφαλίζονται από πλήθος συνταγματικών διατάξεων, με στόχο προληπτικό αλλά και ελεγκτικό. Ωστόσο, δε λείπουν τα εμπόδια στην προσπάθεια για ανεξαρτησία τα οποία χωρίζονται σε εγγενή-δομικά, θεσμικά-σχετικά και κοινωνιολογικά. Τα εμπόδια αυτά οδηγούν σε σκέψεις για θεσμικές τροποποιήσεις με στόχο τη βελτίωση των υπαρχουσών διατάξεων για τη διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Εντούτοις, το ήθος και το υψηλό φρόνημα του εκάστοτε δικαστή μπορούν να εγγυηθούν με ασφάλεια τη διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
|