Περίληψη:
6. Σύνοψη - Συμπέρασμα
Η ιδιοκτησία, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ένα από τα σπουδαιότερα ατομικά δικαιώματα και αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της οικονομικής δραστηριότητας του ατόμου. Το Σύνταγμα εξασφαλίζει, όπως είδαμε, στο άρθρο 17 την προστασία του δικαιώματος αυτού και προβλέπει επακριβώς τις περιπτώσεις περιορισμού του και τις προϋποθέσεις κάτω απ’ τις οποίες μπορεί να λάβει χώρα ένας τέτοιος περιορισμός.
Η πρόσφατη σημαντική νομοθετική προσπάθεια που έλαβε χώρα στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 2001 ,δεν άφησε ανεπηρέαστη την διάταξη την σχετική με την ατομική ιδιοκτησία. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι προσθήκες που έγιναν στο άρθρο 17 Σ μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν έλυσαν όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με την ατομική ιδιοκτησία και την αναγκαστική απαλλοτρίωση και έχουν απασχολήσει επανειλημμένα την νομολογία των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Παρόλα αυτά οι αλλαγές που επήλθαν στο άρθρο 17 του Συντάγματος και αφορούσαν κυρίως την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και την αποζημίωση που δικαιούται ο κάτοχος του απαλλοτριωμένου, αποσκοπούσαν στην καλύτερη προστασία της ιδιοκτησίας του πολίτη και γι΄ αυτό υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές και χρήσιμες. Με τις νέες ρυθμίσεις καθορίσθηκε ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης, για την οποία θεσπίσθηκε πλέον η δυνατότητα εναλλακτικών τρόπων καταβολής της (σε είδος και όχι μόνο σε χρήμα). Ιδιαιτέρως σημαντική υπήρξε η προσθήκη της παραγράφου 4 που καθιέρωσε την ενιαία δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Το Σύνταγμα αναθέτει πλέον τον καθορισμό της αποζημίωσης στα «αρμόδια» δικαστήρια, χωρίς να καταλείπει πλέον στον νομοθέτη την ευχέρεια να επιλέξει τη δικαιοδοσία αυτή. Τέλος, με την τελευταία προσθήκη στην παράγραφο 4 του άρθρου 17 Σ παρέχεται η δυνατότητα τέλεσης εργασιών και συνεπώς κατάληψης του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου και πριν από την καταβολή της επίδικης αποζημίωσης, γεγονός που συνιστά εξαίρεση στον ήδη ισχύοντα κανόνα. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται κάτω από ρητά προσδιοριζόμενες στην νέα συνταγματική διάταξη προϋποθέσεις και είναι ιδιαίτερα σημαντική από άποψη οικονομίας χρόνου, αρκεί βέβαια να εξασφαλίζεται πλήρης εγγύηση στον δικαιούχο της αποζημίωσης.
Ωστόσο, παρά τα θετικά θεωρητικά πλεονεκτήματα που μπορούν να υποστηρίξουν την ενεργοποίηση των νέων ρυθμίσεων του Συντάγματος , οι σημαντικές αυτές αλλαγές δεν βρήκαν αντίστοιχη προσοχή και ανταπόκριση στον ακαδημαϊκό και πολιτικό κόσμο της χώρας με αποτέλεσμα οι νέες αυτές ρυθμίσεις να μείνουν στην σκιά άλλων αναθεωρητικών διατάξεων . Εξάλλου ,η νέα ρύθμιση δεν επέφερε καμία αλλαγή όσον αφορά το περιεχόμενο της έννοιας της ιδιοκτησίας ,αφού δεν έγινε δεκτό από την πλειοψηφία να ενσωματωθεί στο νέο συνταγματικό κείμενο η πρόταση της αντιπολίτευσης σύμφωνα με την οποία «νόμος που εκδίδεται μία φορά μόνο ,μπορεί να ορίσει και άλλα περιουσιακά δικαιώματα που υπάγονται στην κατά το άρθρο αυτό έννοια και προστασία της ιδιοκτησίας». Ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν διεύρυνε την έννοια της ιδιοκτησίας προκειμένου η διάταξη του άρθρου 17 Σ να εναρμονισθεί με το άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια , εξακολουθούν και μετά το 2001 να μην καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 17 Σ τα ενοχικά δικαιώματα, τα οποία σήμερα ως περιουσιακό στοιχείο έχουν μεγαλύτερη έκταση και σημασία από τα ακίνητα. Επιπλέον, η αναθεωρητική αυτή προσπάθεια που αποσκοπούσε στον εξορθολογισμό του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου της απαλλοτρίωσης ,αγνόησε εντελώς την απαλλοτρίωση κινητών πραγμάτων και περιορίσθηκε στην εισαγωγή του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων.
Παρά τις αντιδράσεις ευελπιστούμε ότι οι αλλαγές που επέφερε η πρόσφατη αναθεώρηση στην διάταξη που αφορά το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι ικανές να εγγυηθούν την καλύτερη προστασία της ιδιοκτησίας των πολιτών έναντι των επεμβάσεων του κράτους και των άλλων φορέων δημόσιας εξουσίας και γενικότερα την πιο αποτελεσματική κατοχύρωση του δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας.
|