Περίληψη:
Στη συγκεκριμένη εργασία θα τεθεί υπό εξέταση και ανάλυση το ζήτημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Ειδικότερα, θα γίνει προσπάθεια να απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα, δηλαδή, σε τί συνίσταται το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς και η τυπική και ουσιαστική συνταγματικότητα, τί συνεπάγεται η υπεροχή του Συντάγματος, πώς ασκείται ο έλεγχος της συνταγματικότητας αυτής και τέλος, πώς οριοθετείται.
Είναι γεγονός πως το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο, έναντι όλων των άλλων, νόμο. Η άσκηση του δικαστικού ελέγχου είναι η πιο αποτελεσματική επιβεβαίωση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος και της υπεροχής του έναντι όλων των υποδεέστερων κανόνων δικαίου. Το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων θεμελιώνεται από την ύπαρξη του προληπτικού ελέγχου.
Η συνταγματικότητα των νόμων διακρίνεται σε τυπική και ουσιαστική. Αφενός, τυπική συνταγματικότητα είναι η συμφωνία του τρόπου παραγωγής του κοινού δικαίου προς τις διαδικαστικού περιεχομένου συνταγματικές διατάξεις. Αφετέρου, ουσιαστική συνταγματικότητα είναι η συμφωνία του περιεχομένου του κοινού δικαίου προς το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος.
Τα είδη του ελέγχου είναι αρκετά με βάση ορισμένα κριτήρια. Ανάλογα με το χρόνο άσκησης διακρίνεται σε προληπτικό και κατασταλτικό, ενώ ανάλογα με τα όργανα άσκησης, σε πολιτικό και δικαστικό. Από την πλευρά του, ο δικαστικός έλεγχος, με κριτήριο τη μορφή οργάνωσής του διαχωρίζεται σε συγκεντρωτικό και αποκεντρωτικό, ενώ με βάση τον τρόπο άσκησης σε κατ’ αίτηση και κατ’ ένσταση.
Το πρόβλημα που τίθεται στη χώρα μας- όντως και σε πολλές άλλες χώρες- είναι η οριοθέτηση αυτού του πλέον δεδομένου αυτού ελέγχου, καθώς τις περισσότερες φορές ασκείται εμπειρικά και αποσπασματικά.
|