Περίληψη:
_ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Με το άρθρο 24 παρ.1 του Συντάγματος θετικοποιείται και ανάγεται και τυπικά η προστασία του περιβάλλοντος σε δημόσιο συμφέρον και
διαμορφώνεται ένας απόλυτα προστατευόμενος πυρήνας .Η προστασία
του περιβάλλοντος καταλαμβάνει :α) το φυσικό περιβάλλον με ιδιαίτερη μέριμνα για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις (Σ.24παρ.1 εδ.γ-δ),β) το οικιστικό περιβάλλον (Σ.24 παρ.2-5),γ) το πολιτιστικό περιβάλλον (Σ.24 παρ.6). Η διασφάλιση , η αποκατάσταση και η βελτίωση των περιβαλλοντικών αγαθών είναι επιταγές άρρηκτα συνδεδεμένες με το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου , που αποτελεί , σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος , πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας , και αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Ενώ το περιβάλλον και η οικονομική ανάπτυξη θα έπρεπε να τελούν σε σχέση αλληλεξάρτησης , στην πραγματικότητα η αναπτυξιακή δραστηριότητα ασκείται κατά τρόπο που συχνά συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες για την προστασία του περιβάλλοντος. Κατά αυτό τον τρόπο , όμως , αυτοϋπονομεύεται , αφού κάθε περιβαλλοντική υποβάθμιση συνιστά αντιοικονομικό γεγονός. Επομένως , μόνο η βιώσιμη-αειφόρος ανάπτυξη , που είναι φιλική προς το περιβάλλον , θα κατορθώσει να ασκηθεί κατά τρόπο εύλογο και αποτελεσματικότατο και να διαφυλάξει τους φυσικούς πόρους και για τις μέλλουσες γενεές.
Η νομολογία του ΣτΕ από το 1977 έως το 1992 υιοθετούσε ως μέθοδο άρσης της σύγκρουσης μεταξύ του περιβάλλοντος και των αναπτυξιακών αναγκών , την αρχή της στάθμισης συμφερόντων. Αντικατοπτρίζοντας τις οικονομικές προτεραιότητες μιας αναπτυσσόμενης χώρας , η νομολογία μέχρι το ΄92 φανερώνει ότι συνήθως η στάθμη κατέληγε υπέρ των οικονομικών αγαθών. Σε μεταγενέστερες αποφάσεις του το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο τροποποίησε τη στάση του , αναγνωρίζοντας προτεραιότητα στην προστασία του περιβάλλοντος , αναγορεύοντάς την σε ύψιστη αξία που επικρατεί σε κάθε περίπτωση συγκρούσεώς της με άλλες συνταγματικές διατάξεις. Η νομολογία του ΔΕΚ επιβεβαιώνει την δεσπόζουσα οικονομική διάσταση της Κοινότητας , αποδεχόμενη , όμως , και την οικολογική παράμετρο.
Η θέσπιση περιορισμών της ιδιοκτησίας είναι δυνατή και όταν επιβάλλεται για την επίτευξη σημαντικών στόχων , όπως είναι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος Η νομολογία έδειξε μια σαφή προτίμηση στο περιβάλλον έναντι της ιδιοκτησίας .Θεσπίζονται περιορισμοί χάριν της προστασίας δημόσιου συμφέροντος επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δεν καθιστούν αδρανή την ιδιοκτησία σε σχέση με τον προορισμό της. Η απόφαση 10/88 αποτέλεσε την αφετηρία μιας σταθερής περιβαλλοντικής νομολογίας χωρίς , βέβαια , να εκλείπουν οι αμβλύνσεις. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι περιορισμοί είναι υπέρμετροι και συνιστούν απαλλοτρίωση , χωρίς όμως την καταβολή αποζημίωσης , πλήττοντας τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Ωστόσο η νομολογία υποστηρίζει ότι δεν είναι υπέρμετροι και ότι η συνταγματικότητά τους δεν εξαρτάται από την οφειλή αποζημίωσης.
Παρά το νομοθετικό πλαίσιο και τις φιλότιμες προσπάθειες τόσο των διοικητικών δικαστηρίων και ιδίως του ΣτΕ , όσο και των πολιτικών δικαστηρίων , να διασφαλίσουν την εφαρμογή του , η αποτελεσματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων είναι , στην πράξη , περιορισμένη1 Είναι φανερό , συνεπώς , ότι η πραγμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την συχνά αποσπασματική και χωρίς γενικότερο προσανατολισμό νομοθέτηση , αλλά απαιτείται , κυρίως , αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών αξιών και προτεραιοτήτων , ώστε να πάψει το δίκαιο του περιβάλλοντος να αντιμετωπίζεται ως περιττό εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.
|