Περίληψη:
Το γεγονός ότι το δικαίωμα της έφεσης δεν θεμελιώνεται ρητά στο Σύνταγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογητική βάση αυθαίρετης εξουσίας του κοινού νομοθέτη για την κατάργηση ή τον περιορισμό της άσκησης της. Η λειτουργία του δικονομικού συστήματος στην Ελλάδα, διεπόμενη κατ’ αρχήν από την αρχή του κράτους δικαίου και όπως αυτή έχει καθορισθεί από το κοινό νομοθέτη έχει δημιουργήσει στον πολίτη την αίσθηση ύπαρξης ενός «δικονομικού κεκτημένου». Ο πολίτης δικαιούται να έχει και ένδικα μέσα στη διάθεση του για να επιδιώξει την ικανοποίηση των αξιώσεων και δικαιωμάτων.
Η Πολιτεία οφείλει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Η καθιέρωση του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας σημαίνει ότι η υπόθεση θα εισαχθεί σε ανώτερο δικαστήριο, θα κριθεί από ανώτερους και πιο έμπειρους δικαστές. Ο επανέλεγχος συγκεκριμένης υπόθεσης κατά κανόνα οδηγεί στην πιο προσεκτική έκδοση απόφασης από πλευρά νομικής και πραγματικής ορθότητας, με αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός αποφάσεων να εξαφανίζονται ή να μεταρρυθμίζονται μετά από την άσκηση έφεσης. Κατά τον τρόπο αυτό μειώνονται οι πιθανότητες λανθασμένης κρίσης και αυξάνεται η εμπιστοσύνη των διαδίκων στην διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
|