Περίληψη:
ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Ανασκοπώντας τα όσα λέχθηκαν στην παρούσα εργασία για το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δίκης κατά το άρθρ. II-107 ΣχΕυρΣ, θα επιχειρηθεί εδώ μία σύντομη υπενθύμιση των βασικών πτυχών αυτού του θέματος:
Α) Δικαιώματα και ελευθερίες του ΣχΕυρΣ: Στο εν λόγω τμήμα επιχειρείται να προσδιοριστεί η έννοια του δικαιώματος, ενώ παράλληλα γίνεται μια διάκριση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το ΣχΕυρΣ σε ατομικά ή θεμελιώδη, σε πολιτικά και σε αστικά και συγκεκριμενοποιείται το περιεχόμενο της κάθε κατηγορίας. Εν συνεχεία, αποκρυσταλλώνεται η έννοια της ελευθερίας και γίνεται μια μικρή εισαγωγή στην προβληματική της διάκρισης μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Τέλος, αναφέρονται επιγραμματικά και επισκοπικά κάποια από τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στο ΣχΕυρΣ.
Β) Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου: Το παρόν τμήμα κρίθηκε σκόπιμο να διαιρεθεί σε δύο σκέλη. Το πρώτο καταπιάνεται με τον ορισμό των εννοιών του δικαστηρίου και του δικαστή, μιλά για τον κανόνα της μοναδικότητας των δικαστηρίων, ως άμεσων οργάνων της εκάστοτε πολιτείας για την απονομή δικαιοσύνης και οριοθετεί την έννοια της δικαιοσύνης υπό πολιτιστικούς όρους. Το δεύτερο εισάγει σε μία διάκριση των θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων της εποχής μας, επιχειρεί μια συστηματική προσέγγιση των τελευταίων, εντοπίζοντας μια προβαθμίδα και τέσσερις κύριες κατηγορίες τους, και, τέλος, περιστρέφεται γύρω από το δικαίωμα της πραγματικής προσφυγής, αναλύοντάς το διεξοδικά.
Γ) Η αρχή του «νόμιμου» δικαστή: Εν προκειμένω, αυτό που ενδιαφέρει είναι η έννοια του νόμιμου δικαστή, η ιστορική κατοχύρωσή της στα διάφορα συνταγματικά κείμενα, καθώς και το πως εξειδικεύεται η συγκεκριμένη αρχή τόσο ως προς το εκάστοτε δικαστήριο ως σύνολο όσο και ως προς τους εκάστοτε δικαστές που το συνθέτουν.
Δ) Το αίτημα για δίκαιη δίκη: Εδώ, η ανάλυση ξεκινά με έναν προσδιορισμό της λέξης «δίκαια», όπως αυτή μνημονεύεται στην παρ. 2 του άρθρ. II-107 ΣχΕυρΣ, για να ακολουθήσει στη συνέχεια μία οριοθέτηση του όρου δίκαιη δίκη, όπως αυτή επιχειρήθηκε από την Επιτροπή και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αφορμή την παρ. 1 του άρθρ. 6 ΕΣΔΑ. Το κομμάτι αυτό θα κλείσει με έναν προσδιορισμό της ισότητας των διαδίκων και του δικαιώματος της εκατέρωθεν ακρόασής τους, στοιχεία καίριας συμβολής για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.
Ε) Η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων: Η συγκεκριμένη παράγραφος ξεκινά αναζητώντας το θεμέλιο επί του οποίου εδράζεται η προαναφερόμενη αρχή και προχωρά καταγράφοντας τις περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται η παραμονή κάποιου προσώπου στην αίθουσα του δικαστηρίου και η παρακολούθηση της συνεδρίασης. Έπειτα, προσδιορίζεται το περιεχόμενο της εν λόγω αρχής τόσο έναντι των τρίτων προσώπων όσο και έναντι αυτών των διαδίκων. Στο τέλος, γίνεται μια μικρή μνεία στην ανάγκη η κάθε δικαστική απόφαση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επίσης και στην ανάγκη για υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας.
ΣΤ) Το αίτημα να δικαστεί η υπόθεση εντός εύλογης προθεσμίας: Εξετάζεται τόσο η ανάγκη να μη χρονοτριβούν οι δικαιοδοτικές διαδικασίες όσο και η ανάγκη να απαγορεύονται οι εξαιρετικά βραχυπρόθεσμες, σύντομες και συνοπτικές διαδικασίες.
Ζ) Η αρχή της ανεξαρτησίας: Εδώ, διαμείβεται το φλέγον ζήτημα της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών και χαράσσονται οι κατευθύνσεις επί των οποίων αυτή θα μπορούσε να διασφαλιστεί. Παραλλήλως, προτάσσεται η ανάγκη για αυτοτέλεια της δικαστικής λειτουργίας απέναντι στις άλλες δύο κρατικές λειτουργίες, τη νομοθεσία και τη διοίκηση, ενώ διαγράφεται το ειδικότερο περιεχόμενο αυτής της αυτοτέλειας. Στο εν λόγω τμήμα, τέλος, γίνεται και αναφορά στο κατά πόσον η παραπάνω αρχή ανταποκρίνεται στη σύγχρονη δικαιοδοτική πραγματικότητα.
Η) Η αρχή της αμεροληψίας: Πώς συμπλέκεται η εν λόγω αρχή με την αρχή της ανεξαρτησίας; Πώς διαπιστώνεται η δικαστική αμεροληψία; Πώς διασφαλίζεται η τήρησή της; Και γιατί είναι τόσο αδήριτη αναγκαιότητα στις σύγχρονες κοινωνίες; Αυτά είναι τα ερωτήματα, στα οποία δίδονται απαντήσεις στην προκείμενη παράγραφο.
Θ) Δικαστική πληρεξουσιότητα: Και το τμήμα τούτο κρίθηκε σκόπιμο να διαιρεθεί σε δύο σκέλη. Το πρώτο καταπιάνεται με το θεσμό του δικηγόρου, επιχειρώντας να ορίσει το περιεχόμενό του, κάνοντας μια βραχεία ιστορική αναδρομή, καταδεικνύοντας πως έχει ο θεσμός στις σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες, συγκρίνοντάς τον με τον αντίστοιχο του δικολάβου και εστιάζοντας στη θέση της δικηγορίας στην έννομη τάξη της Ελλάδας. Το δεύτερο επιδιώκει να καταδείξει το περιεχόμενο της δικαστικής πληρεξουσιότητας, μιλώντας για την ικανότητα διαδίκου, την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, την παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας και τις εξουσίες του δικαστικού πληρεξουσίου.
Ι) Ευεργέτημα πενίας: Στο συγκεκριμένο και τελευταίο τμήμα της εργασίας εξετάζεται μια πτυχή των οικονομικών παραμέτρων του κοινωνικού φαινομένου της δίκης: το ευεργέτημα πενίας. Εστίαση γίνεται στους όρους υπό τους οποίους παρέχεται, στη διαδικασία που απαιτείται για την παροχή του, στο τι αφορά και στο πως εμφανίζεται η σύγχρονη ρύθμισή του. Εν κατακλείδι, γίνεται και μια μικρή κριτική του θεσμού και προτείνονται λύσεις για τη βελτίωσή του.
|