Περίληψη:
Το θέμα της παρούσας εργασίας αφορά στην εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων στις σχέσεις γονέων και τέκνων.
Η «συνταγματική» σκοπιά της σχέσης αυτής στηρίζεται στην υπεροχή του Συντάγματος στην ελληνική έννομη τάξη και κατά συνέπεια στην εφαρμογή των συνταγματικών αρχών τόσο στις σχέσεις κράτους-πολιτών όσο και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών(Άρθρο 25 παρ. 3 εδ. γ’).
Το Σύνταγμα προστατεύει ταυτόχρονα δικαιώματα και θεσμούς. Απόρροια του θεωρήματος αυτού αποτελεί η ανάγκη θεσμοποίησης των ελευθεριών αλλά και αντίστροφα η ανάγκη φιλελευθεροποίησης των θεσμών.
Εν προκειμένω, το Σύνταγμα προστατεύει συγχρόνως τόσο την ανήλικη νεότητα όσο και το θεσμό της οικογένειας και κατά συνέπεια την έννομη σχέση γονέων και τέκνων(21 παρ. 1 του Συντ.). Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι κατ’αρχήν τα ανήλικα τέκνα απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα που παρέχει το Σύνταγμα περιοριζόμενα όμως από το περιεχόμενο της γονικής μέριμνας, στοιχείο θεμελιώδες στα πλαίσια της ειδικότερης έννομης σχέσης γονέων και τέκνων. Και αντίστροφα όμως, η εξουσία των γονέων βρίσκει το όριό της στα ανεπίδεκτα θεσμικής εφαρμογής δικαιώματα των παιδιών.
Με δεδομένο τον ιδιάζοντα δεσμό μεταξύ γονέων και τέκνων, η στάθμιση και αξιολόγηση του όλου θέματος απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και τήρηση των ισορροπιών ώστε ο θεσμός της οικογένειας και η σχέση γονέων και τέκνων να διατηρείται αλώβητος παρέχοντας στα τελευταία, που βρίσκονται διαρκώς ενώπιον της παρουσίας των γονέων ως φορέων εξουσίας, τη μεγαλύτερη δυνατή συνταγματική προστασία με βάση την αρχή «in dubio pro libertate».
Με βάση την αρχή αυτή και με επίγνωση της σπουδαιότητας του ρόλου των γονέων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του τέκνου, επιχειρήθηκε παρακάτω μία απόπειρα οριοθέτησης των θεσμικών περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων των τέκνων με σκοπό τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία τους στο μέτρο όμως αυτή δε βλάπτει και δε θέτει σε κίνδυνο τη σωστή διαπαιδαγώγησή τους.
|