Περίληψη:
Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν γίνει αποδεκτές ως σημαντική πηγή διαμόρφωσης του δικαίου. Πρόκειται για αόριστες έννοιες που παρά τον γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα τους, αποτελούν πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του δικαστή που καλείται να δώσει λύσεις εκεί που το δίκαιο εμφανίζεται με κενά και αδυναμία ρύθμισης συγκεκριμένων περιπτώσεων. Τέτοιες αρχές είναι αυτή της αναλογικότητας, της ισότητας, της χρηστής διοίκησης, του δημοσίου συμφέροντος, της μη αναδρομικότητας των νόμων, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της συγγενούς με αυτή αρχή της καλής πίστης.
Η τελευταία αυτή αρχή και η συνταγματική της θεμελίωσης θα αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Έννοια προερχόμενη και ιστορικά εξελισσόμενη στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, κλήθηκε κατά την πορεία της στο χώρο της νομικής επιστήμης να εξυπηρετήσει ανάγκες που γεννήθηκαν στο χώρο του δημοσίου δικαίου. Η αποδοχή της σε πεδίο ξένο, προς αυτό εντός του οποίου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ήταν δύσκολη η ύπαρξη θεωρητικών απόψεων εκ διαμέτρου αντίθετων ήταν αναπόφευκτη.
Η αντίληψη της ενότητας του δικαίου και η τελική παραδοχή ότι δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο δεν είναι ξεχωριστά αλλά συνυπάρχοντες κλάδοι δικαίου που αλληλοσυμπληρώνονται διατηρώντας παράλληλα την αυτονομία τους στο δικαιϊκό χώρο.
Το γεγονός της υπερέχουσας θέσης του δημοσίου έναντι των ιδιωτών, σε αντίθεση με την νομική ισότητα των συναλλασσομένων στο ιδιωτικό δίκαιο δεν φαίνεται να εμποδίζει τελικά την εφαρμογή της καλής πίστης στο χώρο του δημοσίου δικαίου. Αιτία είναι η εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από την παροχική Διοίκηση, εξάρτηση που έχει δημιουργήσει τέτοια αμεσότητα και στενότητα επαφής διοικήσεως και ιδιώτη τέτοια που η καλή πίστη κρίνεται αναγκαίο συστατικό στοιχείο στη σχέση τους. Η παρούσα εργασία θα επιχειρήσει να παρακολουθήσει όλη την πορεία της αρχής της καλής πίστης από την ιστορική γένεσή της στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου έως την εξέλιξή της σε γενική αρχή εφαρμοζόμενη στο χώρο του δημοσίου δικαίου. Η πορεία αυτή υπήρξε τόσο σε θεωρητικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο δύσβατη και όχι χωρίς αντιδράσεις.
|