Περίληψη:
ΣΤ. Δικαστική Προστασία και Κυβερνητικές Πράξεις – Περίληψη
Υποστηρίζεται ότι ο νομοθετικός αποκλεισμός των κυβερνητικών πράξεων από τον δικαστικό έλεγχο, βάσει του άρθρου 45 §5 του Π.Δ. 18/1989, αντίκειται στο άρθρο 20 §1 του Συντάγματος, εν όψει και του άρθρου 111 §1 του Συντάγματος, κατά το οποίο πάσα διάταξη νόμου αντικείμενη στο Σύνταγμα καταργείται. Η απόλυτη διατύπωση της γνώμης αυτής δεν φαίνεται ορθή. Ορθότερο είναι να δεχθούμε ότι κατ’ αρχήν ο αποκλεισμός των κυβερνητικών πράξεων από τον δικαστικό έλεγχο δεν αντίκειται στο άρθρο 20 §1 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι μόνον ένα τμήμα της δράσεως της εκτελεστικής λειτουργίας – και όχι η εν γένει δραστηριότητά της – δεν υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, πρόκειται περί περιορισμού του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, κατ’ αρχήν συνταγματικώς ανεκτού. Αντίθετα, στο άρθρο 20 §1 του Συντάγματος ενδεχομένως να προσκρούει η έκταση των κυβερνητικών πράξεων, όπως έχει οριοθετηθεί από τη νομολογία του ΣτΕ, διότι από το άρθρο 20 §1 συνάγεται ο κανών ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχουν περιοχές της διοικητικής δραστηριότητας που να εκφεύγουν από τον δικαστικό έλεγχο, εκτός αν υπάρχει ρητή συνταγματική διάταξη, αφού το άρθρο 20 §1 του Συντάγματος, επιτάσσει ο τελευταίος λόγος να ανήκει στο δικαστήριο. Επομένως, οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας πρέπει να ερμηνεύονται στενώς.
Ο δικαστικός έλεγχος και η οριοθέτηση των κυβερνητικών πράξεων αποτέλεσαν αντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού. Ως προς το θέμα του δικαστικού ελέγχου αρμόδιο να κρίνει αν μια πράξη είναι κυβερνητική, θα έπρεπε να είναι το Α.Ε.Δ., καθώς υπέρκειται και από την κυβέρνηση και από το ΣτΕ και αφού πρόκειται να κρίνει για θέμα ορίων μεταξύ εφαρμογής της νομοθεσίας και της κυβερνητικής πρωτοβουλίας.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, του προσδιορισμού του κύκλου των θεμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κυβερνητικών πράξεων, υποστηρίζεται ότι ναι μεν δεν χρειάζεται ειδική συνταγματική εξουσιοδότηση για το θέμα της, πρέπει όμως να συγκεντρώνει δυο τουλάχιστον προϋποθέσεις: να μην είναι αντίθετη προς καμία συνταγματική διάταξη και να έχει θέμα υπαγορευόμενο από την αποστολή, την καθορισμένη στην κυβέρνηση από το Σύνταγμα˙ διότι χωρίς τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν θα ήταν κυβερνητική πράξη. Κατά την ίδια πάντα άποψη, η κυβερνητική πράξη ενέχει πραγματικά χειραφέτηση από τη νομοθεσία, όχι όμως και από το Σύνταγμα, είναι μάλλον συμμόρφωση άμεση προς το Σύνταγμα. Έτσι, αρμόδιο για τη διαπίστωση των δύο αυτών προϋποθέσεων εμφανίζεται πάλι το Α.Ε.Δ. που με αυτήν ολοκληρώνει την κρίση του, πως η προκειμένη πράξη είναι πράξη κυβερνητική.
ΣΤ. Δικαστική Προστασία και Κυβερνητικές Πράξεις – Περίληψη
Υποστηρίζεται ότι ο νομοθετικός αποκλεισμός των κυβερνητικών πράξεων από τον δικαστικό έλεγχο, βάσει του άρθρου 45 §5 του Π.Δ. 18/1989, αντίκειται στο άρθρο 20 §1 του Συντάγματος, εν όψει και του άρθρου 111 §1 του Συντάγματος, κατά το οποίο πάσα διάταξη νόμου αντικείμενη στο Σύνταγμα καταργείται. Η απόλυτη διατύπωση της γνώμης αυτής δεν φαίνεται ορθή. Ορθότερο είναι να δεχθούμε ότι κατ’ αρχήν ο αποκλεισμός των κυβερνητικών πράξεων από τον δικαστικό έλεγχο δεν αντίκειται στο άρθρο 20 §1 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι μόνον ένα τμήμα της δράσεως της εκτελεστικής λειτουργίας – και όχι η εν γένει δραστηριότητά της – δεν υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, πρόκειται περί περιορισμού του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, κατ’ αρχήν συνταγματικώς ανεκτού. Αντίθετα, στο άρθρο 20 §1 του Συντάγματος ενδεχομένως να προσκρούει η έκταση των κυβερνητικών πράξεων, όπως έχει οριοθετηθεί από τη νομολογία του ΣτΕ, διότι από το άρθρο 20 §1 συνάγεται ο κανών ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχουν περιοχές της διοικητικής δραστηριότητας που να εκφεύγουν από τον δικαστικό έλεγχο, εκτός αν υπάρχει ρητή συνταγματική διάταξη, αφού το άρθρο 20 §1 του Συντάγματος, επιτάσσει ο τελευταίος λόγος να ανήκει στο δικαστήριο. Επομένως, οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας πρέπει να ερμηνεύονται στενώς.
Ο δικαστικός έλεγχος και η οριοθέτηση των κυβερνητικών πράξεων αποτέλεσαν αντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού. Ως προς το θέμα του δικαστικού ελέγχου αρμόδιο να κρίνει αν μια πράξη είναι κυβερνητική, θα έπρεπε να είναι το Α.Ε.Δ., καθώς υπέρκειται και από την κυβέρνηση και από το ΣτΕ και αφού πρόκειται να κρίνει για θέμα ορίων μεταξύ εφαρμογής της νομοθεσίας και της κυβερνητικής πρωτοβουλίας.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, του προσδιορισμού του κύκλου των θεμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κυβερνητικών πράξεων, υποστηρίζεται ότι ναι μεν δεν χρειάζεται ειδική συνταγματική εξουσιοδότηση για το θέμα της, πρέπει όμως να συγκεντρώνει δυο τουλάχιστον προϋποθέσεις: να μην είναι αντίθετη προς καμία συνταγματική διάταξη και να έχει θέμα υπαγορευόμενο από την αποστολή, την καθορισμένη στην κυβέρνηση από το Σύνταγμα˙ διότι χωρίς τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν θα ήταν κυβερνητική πράξη. Κατά την ίδια πάντα άποψη, η κυβερνητική πράξη ενέχει πραγματικά χειραφέτηση από τη νομοθεσία, όχι όμως και από το Σύνταγμα, είναι μάλλον συμμόρφωση άμεση προς το Σύνταγμα. Έτσι, αρμόδιο για τη διαπίστωση των δύο αυτών προϋποθέσεων εμφανίζεται πάλι το Α.Ε.Δ. που με αυτήν ολοκληρώνει την κρίση του, πως η προκειμένη πράξη είναι πράξη κυβερνητική.
|