Περίληψη:
Εν είδει επιλόγου
Επιχειρώντας μία συνοπτική παρουσίαση του πραγματευθέντος στην παρούσα εργασία ζητήματος, δηλαδή της συνταγματικότητας της διενεργούμενης από τα αστυνομικά όργανα εξακριβώσεως των στοιχείων της ταυτότητας, θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούν τα ακόλουθα: Η συνταγματικά κατοχυρούμενη στο άρθρο 5§3 Σ προσωπική ελευθερία συνοδεύεται από ειδική επιφύλαξη νόμου, η οποία παρέχει στον κοινό νομοθέτη την εξουσία να εισαγάγει περιορισμούς στο εν λόγω συνταγματικό δικαίωμα. Ένας από τους δυνατούς περιορισμούς της προσωπικής ελευθερίας με τη μορφή της ελευθερίας κίνησης είναι η εξακρίβωση στοιχείων. Όπως συμβαίνει με όλα τα περιοριστικά των συνταγματικών δικαιωμάτων μέτρα, η εξακρίβωση στοιχείων ως περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας υπόκειται με τη σειρά της και αυτή σε περιορισμούς («περιορισμοί των περιορισμών», Shränken-Shränken) επιτασσόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα. Οι περιορισμοί, στους οποίους υπόκειται η επιβολή περιορισμών, συνίστανται στην κατά τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο θέσπισή τους, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, τη μη προσβολή του θεμελιώδους πυρήνα του δικαιώματος και την υποταγή τους στις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας (Prinzip der Verhaltnismässigkeit). Η εξακρίβωση στοιχείων ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο των τριών πρώτων περιορισμών και πρέπει να εξακριβώσουμε υπό ποιες προϋποθέσεις συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας υπό τις τρεις εκφάνσεις της, δηλαδή την αρχή της προσφορότητας (Cecignetmeit, adéquation), της αναγκαιότητας (Erforderlichkeit, necessité) και της αναλογικότητας stricto sensu (Proportionalität, Proportionalité). Δεδομένου ότι ανταποκρίνεται προς τις δύο πρώτες εκφάνσεις της αρχής αυτής, για να είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας stricto sensu θα πρέπει να διαρκεί μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για την περάτωση της διαδικασίας και ο υποβαλλόμνος σε αυτήν να αφήνεται ελεύθερος μετά την ολοκλήρωσή της. Υπό τις προύποθέσεις αυτές η εξακρίβωση στοιχείων είναι συνταγματικά επιτρεπτή.
|